ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΥ ΜΕ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ
«ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ...» Πρώτο και Δεύτερο Τετράδιο, ΕΥΑ ΜΟΔΙΝΟΥ, Εριφύλη, 2005
Ο ποιητικός λόγος της Εύας Μοδινού κινείται με ευκινησία και διακριτικότητα ανάμεσα στην εμπειρία του πνεύματος και του σώματο,ς γεγονός που αποδεικνύει από μόνο του την δυνατότητα βίωσης στο χώρο της ανθρώπινης ύπαρξης, της διάστασης του τραγικού και στο χώρο της τέχνης την αίσθηση του γόνιμου συγκερασμού του υπερβατικού με το συγκεκριμένο. Γι’ αυτό ο λόγος αυτός δεν είναι μονοδιάστατος ή απλά ρεαλιστικός ούτε έχει την ροπή να αυτομαγεύεται με αρτίστικο ναρκισσισμό μέσα στις αιθέριες ψευδαισθήσεις μιας μονοσήμαντης αισθητικής μετουσίωσης.
Το γνήσιο ποιητικό αίσθημα αντιλαμβάνεται πολυεπίπεδα τα παιχνίδια του πανδαμάτορα χρόνου και τις δυσκολίες να μεταλλαχθούν τα αδιέξοδα σε δημιουργικά παιχνίδια μέσα στη γλώσσα ή μέσω της αξιοποίησης των «θεματικών» σε προσωπική στάση ζωής. Έτσι η ποίηση δεν αντανακλά ούτε εκφράζει απλώς το θέαμα του κόσμου αλλά συναρτά αυτή το αλλόκοτο αδιέξοδο σε τεκμήριο της παρουσίας και της ιστορικότητας της ανθρώπινης πράξης.
Οι «αντιθέσεις» αυτές δεν γίνονται μέσα στη γραφή της ποιήτριας μανιχαϊκά γιατί η φωνή του ανθρώπου ακούγεται εύηχα μέσα σε μια ατμόσφαιρα συγκινητικής αυτοσυγκέντρωσης στον καθαρκτικό χώρο της τέχνης. Η μυστική λειτουργία του βλέμματος σωματοποιείται συνδυάζοντας την ορμέμφυτη δύναμη που αυτό αναδεικνύει όταν με σεμνότητα γυροστρέφει, συνεξετάζοντας την ιερή ενδοχώρα της προσωπικής αίσθησης της ύλης και της εδαφικότητας, σε συνδυασμό με την παλικαριά της ηθικής ενσυναίσθησης που είναι συνάμα χρέος και ανάγκη ανεξαρτησίας. Στην εποχή της ύστερης νεοτερικότητας το ενδογλωσσικό παιχνίδι, γίνεται προωθημένη «αφήγηση» της ιστορίας του κόσμου και συνάμα του ανθρώπου, ενισχύει την «διανοητική ηθική» (Νίτσε) και απέναντι στην αργοχώνευτη ηθική του ιδεολογικού και θρησκευτικού κομφορμισμού θεσπίζει ακριβοδίκαια τα φαντασιωτικά πεδία του έρωτα, της «πατρίδας», της «αγάπης», του «άλλου» ή του «ίδιου».
Η αποδόμηση, όταν είναι άξια του ονόματός της, δίνει στο μυστήριο του κόσμου και του ανθρώπου. Είναι μια αφηγηματική διάσταση που βασίζεται σε μια βιοηθική του πόνου, στην τρυφερή οικειότητα και στην ανοιχτή μυθοπλασία που αφροπλέει ακόμη και στους πιο αφιλόξενους χώρους χωρίς να διακυβεύεται ή να καραβοτσακίζεται πιασμένη στις δαγκάνες του αέναου άγνωστου. Έτσι είναι η ποίηση, μια τελετουργική διαχείριση του νοήματος της αθωότητας μέσα σ’ ένα άφτερο εργαλειακό κοσμοχώρο. Γι’ αυτό γράφει η ποιήτρια: «Βοριά μην πνεύσεις! / Να μην σκορπίσει η πάχνη του γκρεμού» («Πρωινή Ομίχλη», Δεύτερο Τετράδιο, σ. 32). Η ποίηση μόνο μπορεί να δει ότι η αγάπη είναι μια απέραντη λιθοτριψία, η έφεση για «προκοπή» κωμικοτραγικός αυτοσχεδιασμός και ότι η ερωτική επιθυμία που ταυτίζεται σε πολλά με το είναι – καθορίζεται, παρόλα αυτά, από την ύλη και την σωματικότητα, από το τυχαίο, το ένστικτο και την ανάγκη. Την περίπλεχτη αυτή κατάσταση εκφράζει εκτενώς η ποιήτρια περιγράφοντας την ανυπαρξία στόχων.
«Άφωνο φεγγάρι
στη χούφτα
σκουριασμένη πυξίδα
δείχνει πάντα στο μέρος των νεκρών
τη νύχτα που ανεβαίνεις στην καμπάνα
του άρχοντα Μιχαήλ
σκοντάφτεις σ’ ένα Γαλαξία αλλόκοτο
σπασμένο γυαλί αναμνήσεων
αέναη ανάδευση ναυαγίων
τη νύχτα τούτη που αλέθονταν ζωές
οι σειρήνες των πλοίων σε ξεκουφαίνουν
κι εσύ πασχίζεις να ξαναστήσεις
το πλουμίδι της πλώρης.»
(«Αποταμίευση», ο.π., σ.33)
Αυτή η συνεχής αποσπασματική βία μέσα στη ζωή μας κολάζεται ή ξορκίζεται από την παρουσία της μνήμης που κάνει εντέλει συμπαγή την εικόνα του «είναι»ι, ενώ οι ερεβώδεις εικόνες καθαρογράφουν επάνω στη γλώσσα την σπάνια χαρμολύπη, καθώς γίνεται καρπός αισθητικό,ς αναπαράγοντας την παρουσία της αιώνιας νοσταλγίας. Μ’ άλλα λόγια, ποίηση υπάρχει όταν αυτό το ετερόκλητο μίγμα συναντήσει την γλώσσα. Είναι σημαντική επιτυχία όταν οι απέριττες εκμυστηρεύσεις της ποίησης συναντούν το μεταορθολογικό και το γκροτέσκο. Έτσι, μετά την βίωση της απώλειας, της ματαίωσης, της ενοχής, της ευθραυστότητας της ύπαρξης, και των οριακών καταστάσεων του έρωτα και του θανάτου, μένουν η ερώτηση (ως ευσέβεια της σκέψης κατά τον Μ. Χάϊντεγγερ) και η κατανόηση της συγγένειας (ως όψεις του ίδιου νομίσματος) αν όχι της συνταύτισης, της παρουσίας και απουσίας. Ο βιοψυχικός παλμός των ποιημάτων της Εύας Μοδινού δείχνει την γνώση των συμπαγών αλλά και αδιαφανών όψεων της ζωής και της τέχνης.
Η εφήμερη φενάκη, ο θρίαμβος του κενού, η φτιασιδωμένη αληθοφάνεια –όταν συνειδητοποιηθούν- γέρνουν δυναμικά προς την εκτύλιξη μιας προβληματικής που θέλει να ακεραιώσει γλωσσικά το μυστήριο του κόσμου.
Η Εύα Μοδινού μεταστοιχειώνει το ουσιώδες γιατί μια ηθική συνείδηση αγρυπνεί μέσα στο λόγο της. Και «η ηθική συνείδηση υπάρχει πρώτη και ως πηγή της πρώτης φιλοσοφίας επειδή (η ηθική συνείδηση) είναι αυτοκριτική και η αυτοκριτική της λαμβάνει μάλιστα χώρα ως άμεση πράξη, πριν από την κίνηση του αναστοχασμού, ο οποίος ως προσθετικός αναδιπλασιασμός είναι ήδη δογματικός, (για το λόγο αυτό…) δεν επικαλέστηκα εδώ την ηθική συνείδηση σαν μια ιδιαιτέρως αξιόλογη εκδοχή συνείδησης, αλλά ως τη συγκεκριμένη μορφή που λαμβάνει μια κίνηση μέσα στο Ίδιο ενώπιον του Άλλου, κίνηση πρωταρχικότερη από την ατομική ελευθερία και η οποία ωστόσο δεν μας εγκλωβίζει στη βία ή στο πεπρωμένο («ελευθερία και εντολή», Εμμανουήλ Λεβινάς).
Παντελής Απέργης
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΠΑΡΟΔΟΣ», τεύχος 26-27 (περίοδος δεύτερη).