ΤΟΛΜΩΝΤΑΣ ΕΩΣ ΤΑ ΑΦΑΝΗ ΟΡΙΑ ή Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΩΛΟ
(απόσπασμα)
[...]
Ο Βύρων Λεοντάρης δεν παρηγορεί τον αναγνώστη ούτε αναπαύεται και ο ίδιος στην ποίησή του. Η παραμυθία που χαρίζει η χάρη της ποίησης έχει δώσει τη θέση της σε μια δίκοπη λεπίδα που διαπερνά τόσο τον ίδιο τον ποιητή όσο και το ποίημα. Κι αυτή τη δίκοπη λεπίδα νιώθει κι ο αναγνώστης επίσης να τον ανατέμνει σε κάθε στίχο φτάνοντας έως τον σκοπό και το αποτέλεσμα του ποιήματος. «Αλλά ποιός οιακίζει τον σκοπό και ποιος το αποτέλεσμα;»2
[...]
Ο Βύρων Λεοντάρης, κατά τη δική του μαρτυρία, υιοθετεί συνειδητά αυτήν ακριβώς την επιλογή: «Ανάγκη πάσα ν’ αγγίξουμε την αληθινή πληγή μας»4 και συγχρόνως μέσα από την ποίησή του θέτει το ερώτημα: ο ποιητικός λόγος μπορεί όχι μόνο να ψαύσει αλλά και να αποκρυσταλλώσει το οδυνηρό βίωμα της αληθινής πληγής;
[...]
Μοιραία η ποίηση που βαπτίζεται στην ανάγκη του ποιητή ν’ αγγίξει την αληθινή πληγή του, «από την ψυχική ευφορία που του χάρισε η κατάσταση έμπνευσης μεταπίπτει σε ποιητικό άλγος»12.
Ο ποιητής πάσχει κι αναζητά τη λύτρωση από το ποιητικό άλγος. Στην κορύφωση της αγωνίας του αναπόφευκτα απευθύνεται στη συνείδησή του και στον Θεό, πασχίζοντας να κατανοήσει την ουσία της αγάπης που μπορεί να τον λυτρώσει χωρίς να του επιβάλλει την απόλυτη δύναμη μιας τέτοιας επιλογής.
«Δεν έχεις το δικαίωμα, φώναζα, το κρίμα το δικό μου
να σηκώνεις
Κι εσύ ανένδοτα σιωπούσες
Γιατί δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη
-ποιός αδικεί ποιός αδικείται
τί μας βαραίνει πιο πολύ
το κρίμα ή η αθωότητα
Η αγάπη δε μας δίνεται, μας παίρνει
κι όσοι αγαπούν αλύπητα αγαπούν
ρημάζουν και ρημάζονται
Κι όλα τα πήρες πάνω σου
το φταίξιμο την ενοχή και την ποινή μου
Δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη
Εντάξει, εσύ αναστήθηκες.
Εγώ όμως με σχεδία το σταυρό μου
θαλασσοδέρνομαι σε μαύρους ουρανούς»13
Επίμονα αναζητούμε τις απαντήσεις εκείνες που θα μας λυτρώσουν, ωστόσο δεν μας δίδονται. Ίσως γιατί όπως λέει ο Paul Valery μέσω του Σωκράτη: «δεν είμαι σε θέση να συνδέσω καθώς θα ταίριαζε μιαν ανάλυση με μιαν έκσταση» ή «Υπάρχει μεγαλύτερο μυστήριο από τη σαφήνεια;»14
Όμως η ανάγκη μας γι’ αυτές τις απαντήσεις είναι ισχυρή και κάποιες φορές η ανάγκη αυτή μας μαγνητίζει σ’ άγνωστα βάθη, εκεί όπου η ζωή και η τέχνη αποκαλύπτουν την αλήθεια τους πίσω από το θαμβωτικό περίβλημα της ομορφιάς. Μια αλήθεια χωρίς τη γοητεία του μύθου της, τυραννική, ίσως γιατί «Κι αν ακόμα χρειαστεί να κάνομε μια προσπάθεια αρκετά δύσκολη ενάντια στον εαυτό μας, πρέπει ν΄ απαλλαγούμε με κάποιον τρόπο από τις γοητείες της ζωής, κι από την άμεση απόλαυση. Ό,τι πιο ωραίο υπάρχει, είναι αναγκαστικά και τυραννικό»15.
Γυμνή η ψυχή χωρίς το ένδυμα μιας αδιαπραγμάτευτης πίστης ή και μ’ αυτήν ακόμη «περίλυπη έως θανάτου»16 αφού
«όπως κι αν μοιραστούμε τη μετάνοια δε θα γαληνέψουμε
Αφότου διασπάστηκε το χάος μάς ορίζει ο χωρισμός
(...)
Ωραία κορμιά και λυπημένα
ρωτούσατε αν πεθαίνουν οι ψυχές. Αυτές μόνο πεθαίνουν
Αγλάισμα για σας η λύπη
μα οι ψυχές λυπούνται έως θανάτου»17
Η αγωνία του ποιητή που δεν μπορεί να προσπεράσει το αμετάκλητο της απώλειας ή της αστοχίας και συγχρόνως δεν μπορεί να μετασχηματίσει το βίωμά του έτσι ώστε να χάσει το φαρμακερό κεντρί του, επιτείνεται στη διάρκεια του χρόνου. Κι αυτό γιατί ο ποιητής «δεν μπορεί να δεχθεί τον κόσμο ως σύμβαση. Παρά την αποστασιοποίησή του (ή σωστότερα τον αποδιωγμό του) απ’ αυτόν δεν παραιτείται ποτέ από το αίτημά του να τον ζήσει ως αμεσότητα κι ας συντριφτεί».18 Παράλληλα ο χρόνος συσσωρεύεται μέσα στο ποιητικό –κι όχι μόνο- άλγος, πυκνώνει, εκρήγνυται, καθώς δεν γίνεται παρόν ούτε και μέλλον. Μορφοποιείται τελικά μονάχα ως παρελθόν, σαν ένα χνάρι ανεξάλειπτο που συνεχώς βαθαίνει.
«Ο προστιθείς γνώσιν προσθέτει άλγημα»19 και όσο βιώνεται μια οριστική απώλεια, ο χρόνος δεν οδηγεί σε έξοδο μιας και το τέλος έχει ήδη συντελεστεί, αποσπώντας από το εν δυνάμει μέλλον τη λυτρωτική του δύναμη. Αφήνει ένα παρόν σερνάμενο, βαρύ από το φορτίο του τετελεσμένου. Είναι η επώδυνη υπόμνηση του ανεπίστρεπτου που εξοστρακίζει κάθε ελπιδοφόρα αίσθηση ότι η ζωή μπορεί ν’ αρχίσει εκ νέου και που συνθλίβει τελικά κάθε αίσθηση χρονικής ροής.
Ίσως το πανίσχυρο τετελεσμένο που έχει απολιθωθεί απορροφώντας το τώρα και το ύστερα να είναι ακριβώς αυτό:
«όλα όσα δε θέλησα να πράξω κι έπραξα
όλα όσα δε θέλησα να γίνω κι έγινα»20
ή το ανεξιχνίαστο ίζημα της ύπαρξης με το οποίο μάχεται η συνείδηση του κάθε ανθρώπου:
«όχι αυτό που ξέρω και δεν είμαι
μα αυτό που δεν το ξέρω κι είμαι»21
[...]
Καιόμενοι μέσα στη φωτιά του τετελεσμένου πορευόμαστε στο μυστήριο του κόσμου και στο μυστήριο του εαυτού μας. Και μέσα στη σκληρή κηδεμονία του χρόνου βιώνουμε την ύπαρξή μας: «ως δι’ εσόπτρου εν αινίγματι»26.
Εκεί όπου «Ο χρόνος, χώρος των πόνων, βαραίνει πάνω στις καρδιές»27.
Μονάχα οι νεκροί βρίσκονται έξω από την κηδεμονία του χρόνου γιατί τα πεπραγμένα της ζωής τους έχουν πλέον σφραγιστεί. Άλλωστε λέμε «οι νεκροί δεδικαίωνται» όχι γιατί οι πράξεις τους παραγράφονται μετά το θάνατο και δεν τους ακολουθούν αλλά γιατί οι ψυχές τους μπορούν ν’ απαλλαγούν μέσα από το έλεος όσων υπέστησαν το διχασμό των προθέσεών τους και το άδικο των έργων τους. Ωστόσο εμείς που ζούμε ακόμη δεμένοι στο χωρόχρονό μας, συντριβόμαστε καθημερινά ώσπου ο χρόνος να γίνει «χώρος των πόνων». Και ιδιαίτερα ο χρόνος του ποιητή που ανασκάπτει την αληθινή πληγή του. Ίσως γιατί αυτός που ανασκάπτει την αληθινή πληγή του δεν μπορεί να βιώσει το χρόνο σαν μια ενότητα μέσω της ροής: παρελθόν – παρόν – μέλλον. Η αληθινή πληγή έχει το δικό της χρόνο που σπάνια συμπίπτει με το ρυθμό της πραγματικής ζωής. Αντί αυτής της ενότητας ο πάσχων άνθρωπος -όπως και ο ποιητής που αγγίζει την αληθινή πληγή του- συνθέτει ένα μωσαϊκό βιωμάτων που ποτέ δεν αφομοιώνονται ολοκληρωτικά, διασπώντας την αίσθηση και μαζί τη διακαή ανάγκη της πληρότητας.
Χωρίς να το συνειδητοποιούμε γινόμαστε συλλέκτες θραυσμάτων του χρόνου. Έτσι προσπαθούμε να συμπληρώσουμε το πάζλ της ζωής μας γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι πάντα κάποιες πολύτιμες κι αναντικατάστατες ψηφίδες είτε θα λείπουν –αυτές που σπαταλήσαμε ανούσια- είτε θα φέρουν το τρομερό βάρος της αστοχίας μας, το τετελεσμένο των λαθών μας.
«Δεν είναι ο Χρόνος φθονερός κι εχθρός των έργων
αλλά η Στιγμή η αντίχρονη
αυτό το εκπεσόν απ’ την αιωνιότητα στοιχειό»28
[...]
Ο Βύρων Λεοντάρης αντικρίζοντας το κατερραγμένο πρόσωπο του ποιητή που φόρεσε τα θαυμαστά φτερά της Ποίησης και ταξίδεψε έως τα αφανή όρια του αμετουσίωτου, δεν συμβιβάζεται με τις παρηγορητικές γάζες της έμπνευσής του ή με το ελιξίριο της τέχνης του. Και όπως ήδη είπαμε εξ αρχής δεν ήταν η επιλογή του να παρηγορήσει ή να παρηγορηθεί μέσω της Ποίησης. Άλλωστε η αλήθεια που ανακάλυψε σ’ αυτό του το ταξίδι -όπως και τις περισσότερες φορές- δεν παρηγορεί. Η αλήθεια μπορεί να ελευθερώνει αλλά σπανίως απαλλάσσει από το άλγος της γνώσης.
Ο ποιητής επιλέγοντας το δύσβατο μονοπάτι του δραματικού στοχασμού αφήνει πίσω του μελωδικές ή καλλίφωνες εκφορές, πυκνώνοντας οριακά το λόγο τόσο ώστε να μην υπάρχει ούτε μια λέξη που θα μπορούσε να λείπει χωρίς να διαταραχθεί η ισορροπία του ποιήματος. Σπάνιες είναι οι στιγμές που η αυστηρή δομή των ποιημάτων εγκολπώνεται ένθετα στοιχεία με έντονο ρυθμικό απόηχο, σαν γέφυρες ανάμεσα στις ηλικίες της γλώσσας μα κι αυτά ακόμη τα χειρίζεται έτσι ώστε να ενταθεί το αδιέξοδο και το δράμα32.
Ο Βύρων Λεοντάρης φέροντας το τραύμα μιας γενιάς που είδε όχι μόνο το όραμά της για μια δικαιότερη κοινωνία να καταρρέει αλλά στην κατάρρευσή του να συμπαρασύρει και πλήθος άλλα σκηνικά ελπίδων του μελλοντικού κόσμου, δεν συμβιβάζεται με ανώδυνους απολογισμούς.
Εμμένοντας στην ηθική διάσταση της αποτυχίας και της απώλειας, αναζητά τα αίτια εκεί όπου συνήθως υπάρχουν και κρύβονται επιμελώς: στον έσω άνθρωπο. Διατηρώντας την έντιμη στάση εκείνου που δεν αποποιείται τις ευθύνες του, αλλά αντίθετα «τα παίρνει όλα πάνω του» -κι αυτή είναι η στάση όσων πιστεύουν στην ανεξιχνίαστη δικαιοσύνη της αγάπης- δεν εφησυχάζει με επιφανειακές θεραπείες της ήττας ή του πόνου. Κοιτάζει το πρόσωπο της εποχής του και μαζί το δικό του πρόσωπο χωρίς το εξιδανικευμένο του είδωλο. Κοιτάζει εκεί όπου τα αφανή όρια της ποίησης και της ζωής τήκονται αφήνοντας ένα πικρό κράμα είτε ανεκπλήρωτης ζωής είτε αμετουσίωτης ποίησης.
Χωρίς να το επιδιώκει, στη δραματική αυτή ανατομία που επιχειρεί, διατρέχει και την εποχή μας, ιδιαίτερα τώρα που καταρρέουν η μια μετά την άλλη οι παραμυθητικές αυταπάτες μας. Τώρα που γκρεμίζονται οι βολικές μας ιδέες ή ιδεοληψίες, τώρα που πέφτουν από τα βάθρα τους τα είδωλα που λατρέψαμε, μας προτρέπει μέσα από την ποίησή του ν’ αναζητήσουμε κι εμείς την αλήθεια, που θα μας ελευθερώσει από τα συντρίμμια του κόσμου μας.
Εύα Μοδινού
12/2012 - 3/2013
Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό «Κουκούτσι», τεύχος 9, Χειμώνας 2013 – Άνοιξη 2014.
Αφιέρωμα στον Βύρωνα Λεοντάρη
2 ό.π.
4 Η Ποίηση της προσωπικής ενοχής (Βύρων Λεοντάρης - Κείμενα για την Ποίηση)
12 ο.π.
13 Βύρων Λεοντάρης «Έως...»
14 Paul Valery, «Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων», Εκδόσεις Άγρα
15 ό.π.
16 «περίλυπος έστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ευαγγέλιο κατά Μάρκον)
17 Βύρων Λεοντάρης «Έως...»
18 Ποιητική πίστη και απιστία (Βύρων Λεοντάρης - Κείμενα για την Ποίηση)
19 Εκκλησιαστής (Παλαιά Διαθήκη)
20 Βύρων Λεοντάρης «Έως...»
21 ό.π.
26 Επιστολή Απ. Παύλου, Α΄ προς Κορινθίους
27 Gaston Bachelard «Η Ψυχανάλυση της Φωτιάς», Εκδόσεις Ερατώ
28 Βύρων Λεοντάρης «Έως...»
32 «Ας με ονειδίσουν
όσοι προσβλέπουν στο αποτέλεσμα
(…)
Αλλά εσύ γενιά του αιώνα
(…)
Περίτρομη τον τρόμο σου τραγούδα
σε γήπεδα πλατείες και στρατόπεδα
με λίθο μυλικό περί τον τράχηλό σου
λάβε κιθάραν, ρέμβευσον… καλώς κιθάρισον,
πολλά άσον
ίνα σου μνεία γένηται.»