ΤΑ ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΠΕΛΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
(απόσπασμα)
Διαβάζοντας την συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του Μάρκου Μέσκου «Μαύρο δάσος» (Ποιήματα 1958-1986) είδα πώς λειτουργεί η ποίηση όταν εικονοποιεί την ομορφιά της αθωότητάς της. Τη χάρη, δηλαδή, που δοκιμάζεται στα σαγόνια του ρεαλισμού της επιβίωσης και στα πικρά μονοπάτια της Ιστορίας.
Κάτι τέτοιο ίσως είναι αναμενόμενο στην πρώτη εμφάνισή κάθε ποιητή, ωστόσο στην περίπτωση του Μάρκου Μέσκου η εικονοποιία αυτής της ομορφιάς είναι επιλογή που διατρέχει την ποίησή του. Ενδιαφέρον ιδιαίτερο λοιπόν, παρουσιάζει η εκκίνησή, εκεί όπου ο αναγνώστης συναντά τον καταλύτη αυτής της επιλογής. Έτσι, στην πρώτη συλλογή του, το 1958, ο ποιητής μιλά «Πριν από τον θάνατο», για το θάνατο προσώπων και εποχών, ξορκίζοντας τον κυνισμό και την πώρωση που εγκαθιδρύει η νομοτέλεια της επικράτησής του. Διαλέγεται με την απάνθρωπη κυριαρχία του, προβάλλοντας την ομορφιά των αθώων που είναι θύματα αλλά και νικητές ταυτόχρονα. Αυτήν τη χάρη υπερασπίζεται ο Μέσκος, με όπλο την ποίηση, προτρέποντάς μας τελικά: «…να μην γίνουμε λόγια. Καθώς η βαρβαρότητα της εποχής σιδερώνει με τα πέλματά της την αθωότητά μας.»1
Είναι μια εποχή που ο κόσμος αναμετριέται με τη σκιά που έχει αφήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος που ακολούθησε. Τα χνάρια είναι νωπά ακόμη και βαθειά συγχρόνως. Οι άνθρωποι και η φύση μαζί, έχουν διανύσει το χρονικό μιας απερίγραπτης σκληρότητας. Φέρουν τα φανερά ή τ’ αθέατα σημάδια μιας τρομερής καταστροφής. Μια βαθύτατη θλίψη, που δεν ξορκίζεται εύκολα από την ελπίδα του μέλλοντος, σφραγίζει μ’ ένα αναπάντητο «γιατί» τις ψυχές. Γι’ αυτά τα σημάδια, γι’ αυτό το αναπάντητο «γιατί» μιλά ο Μέσκος στην πρώτη του συλλογή. Για το θάνατο του στρατιώτη στον πόλεμο: «(Όμως οχτώ βήματα αγριμιού / είναι ένας τάφος στρατιώτη πάνω στο άνθος του…)», για το θάνατο της μικρής αθώας Ευανθίας που μέσα στην «παλίρροια της άνοιξης[…] / ζητάει ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια / να στολίσει τον θάνατό της…», για τα «είκοσι εννιά ολόγυμνα πτώματα / χωρίς κεφάλια…» στο «Επαρχιακό γήπεδο»2.
Γιατί ο πόλεμος ανοίγει με δραματικό τρόπο μια άλλη διάσταση του χρόνου και του χώρου της ύπαρξης. Κι αυτό το γνωρίζουν όσοι έζησαν ένα πόλεμο είτε ως μια κοινή μοίρα, όπως μια σύρραξη ανάμεσα σε διαφορετικά έθνη, είτε ως μια ακήρυχτη εχθροπραξία σε προσωπικό επίπεδο με τραγικές συνέπειες (κι είναι πολλοί και στην εποχή μας).
[...]
Γιατί ο ποιητής μέσα από τη χάρη που του δόθηκε, βλέπει τον έρωτα, την αγάπη, το θαύμα της ζωής, σ’ ένα μεταίχμιο, σαν να μπορούν ν’ αποκαταστήσουν τον κόσμο όπως ήταν πριν από τον ορυμαγδό του πολέμου. Και ανοίγει τα δικά του φτερά, κάνοντας «σχέδια με τα χέρια του ανέμου», ζωγραφίζοντας «μια πηγή γαλάζιο νερό για τη δίψα της προσευχής», για να μπορεί να λέει: «αγαπάω τον κόσμο, πονάω για τον κόσμο, / σκέφτομαι και λέω ζωή είναι αγάπη, / σκέφτομαι και λέω θάνατος είναι αγάπη».
Δεν κλείνει τα μάτια στην απώλεια, στην οδύνη, στην απουσία. Αντίθετα∙ βλέπει όλα τα τοπία της καταστροφής χωρίς αυταπάτες. Όμως βιώνει μέσω της φαντασίας του μια άλλη πραγματικότητα, παράλληλη, που επιδένει το τραύμα. Κάποτε μάλιστα την πυροδοτεί –εν γνώσει του- για να γεμίσει το Κενό:
«Ίσως η κάμαρα η κενή, ίσως ο ήλιος που απίθωνε
τις κραυγές του πάνω στην πλάτη μου
έγιναν αιτία να φαντασθώ
πως τ’ άδειο ανθοδοχείο πάνω στο τραπέζι
είχε μάτια που με κοιτούσαν επίμονα,
είχε φωνή που με νανούριζε και με ξυπνούσε
μ’ έναν Έρωτα γεμάτο παπαρούνες στο αδειανό του στόμα.»14
Η συγκίνηση που διατρέχει την ποίηση του Μάρκου Μέσκου, γίνεται τελικά νοσταλγία για κάτι που σβήνει μέρα με τη μέρα, για έναν κόσμο που χάνεται ή κινδυνεύει να χαθεί οριστικά και αμετάκλητα. Τι είναι όμως αυτό που τέμνει το χρόνο τραγικά και δημιουργεί τον πόνο αυτής της νοσταλγίας;
Ίσως είναι το βλέμμα της αθωότητας όπως ήταν πριν από την εμπειρία του θανάτου. Σαν μια χαμένη Εδέμ. Σαν την ευτυχία της ύπαρξης σ’ ένα κόσμο που δεν έχει επικρατήσει ακόμη το κακό.
Όμως ο ποιητής, όπως είπαμε πριν, δεν έχει αυταπάτες. Γνωρίζει πως αυτή η κατάσταση ύπαρξης έχει χαθεί. Η ανθρωπότητα γεύτηκε ξανά το δηλητήριο ενός πολέμου. Η μνήμη κουβαλά εικόνες φρίκης, δεν έχει γίνει ακόμη Ιστορία.
Παρ’ όλα αυτά ο ποιητής δεν θέλει ούτε μπορεί να λησμονήσει το χαμένο του Παράδεισο. Και κυρίως την αθωότητα που υπήρξε η ομορφιά του. Καλεί λοιπόν, τον αναγνώστη να νιώσει τον πόνο που έχει ποτίσει την ποίησή του και να συμμεριστεί αυτήν την επιλογή, ώσπου να γίνει γνώριμος, φίλος, οικείος. Τότε θα δει κι εκείνος την ομορφιά της αθωότητας, τη χαμένη Εδέμ της ανθρωπότητας, και χωρίς ν’ απελπιστεί, ίσως πει μαζί με τον ποιητή:
«Είναι μια μικρή ευτυχία που ζω∙ και που πεθαίνω.»
Εύα Μοδινού
Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Θέματα Λογοτεχνίας", τεύχος 55, Ιούλιος 2015-Δεκέμβριος 2016
Αφιέρωμα στον Μάρκο Μέσκο.
1 «Υποκειμενική αναφορά»: Εισαγωγικό σημείωμα του ποιητή στην συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του: «Μαύρο δάσος» (Ποιήματα 1958-1986) εκδόσεις «Νεφέλη», 1999
2 όλοι οι στίχοι που παραθέτω στο κείμενο είναι από την πρώτη συλλογή του ποιητή «Πριν από τον θάνατο» (στην συγκεντρωτική «Μαύρο δάσος» - Ποιήματα 1958-1986)
3 «Η πραγματικότητα των ανθρώπων που λένε «όχι» και η πραγματικότητα των ανθρώπων που λένε «ναι»».
14 «Ανθοδοχείο»