Η ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ, Ο ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
ΚΑΙ Η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ ΣΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ
(απόσπασμα)
[...]
Τόσο στα Ακραία όσο και στις Γεννήτριες1 ο ποιητής διατρέχει αυτή τη βιωμένη πρόγευση θανάτου που μετασχηματίζει σε κατάφαση ζωής, με μια ιδιαίτερη αίσθηση του χρόνου, σαν να είναι ο χρόνος ύλη ακαριαία και συγχρόνως πυκνό ίζημα. Ο ποιητής μεταφέρει αυτή τη σωματοποιημένη αίσθηση της διάρκειας ή της στιγμής, πλάθοντας συνεχώς τη φευγαλέα ύλη του χρόνου καθώς γλιστρά μέσα από τα χέρια μας, από την κάθε μας μέρα, από τις κεραίες της ψυχής μας, που πασχίζουν να την αδράξουν.
[...]
Στα Στοιχεία Ταυτότητας τα πέντε ποιήματα λοιπόν (μετά τα Ακραία) πραγματεύονται το καθένα μια υπάρχουσα ή «εν δυνάμει» παθογένεια των καιρών μας, που μπορεί να διαβρώσει (αν δεν το έχει κάνει ήδη) τον κοινωνικό ιστό και ν’ αφήσει τον άνθρωπο μετέωρο χωρίς ουσιαστική μελλοντική προοπτική. Και για να καταδείξει αυτές τις παθογένειες ο ποιητής «στήνει» με τον πλούσιο λόγο του υπερβατικά σκηνικά, όπου ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού, ενώ όλα μοιάζουν να είναι εφικτά ή αναμενόμενα.
Ένα τέτοιο σκηνικό διαμορφώνεται και στο ποίημα «Η Μηχανή» (το πρώτο από τα πέντε). Ήδη από το motto δίνεται η αίσθηση ότι πρόκειται να συμβεί κάποια θαυμαστή μεταστοιχείωση : «Ελευθερώθηκε απ’ τις σάρκες κι έμεινε μετέωρη / με τη σπονδυλική της στήλη για απογείωση». Ποιός όμως θα προκαλέσει αυτό το αναμενόμενο θαύμα; Οι ανεξερεύνητες ουράνιες δυνάμεις, η δύναμη της Φύσης ή ο Άνθρωπος; Κι αυτό το ερώτημα διατρέχει όλο το ποίημα σαν μια διαρκή αντίθεση -την οποία ο ποιητής εντάσσει αβίαστα στον κορμό του ποιήματος- ανάμεσα στο απρόβλεπτο φυσικό περιβάλλον, που είναι ο οικείος χώρος της ζωής, και στον προβλέψιμο δομημένο χώρο του ανθρώπου, όπως δια-μορφώνεται από το ανοίκειο περιβάλλον της μηχανής.
Παράλληλα δηλώνεται και η πηγή αυτής της αντίφασης, που είναι η αλαζονεία, η άρνηση ή αδυναμία του ανθρώπου να οριοθετήσει την ύπαρξή του σ’ ένα φυσικό περιβάλλον όπου η ζωή διατηρεί την αδιαπραγμάτευτη αξία της μέσα στην ανεξερεύνητη δυναμική της.
«Η ώρα δώδεκα των ασπασμών / και του λυμένου ταύρου / πήρα απ’ το μπαρ το ασανσέρ / κι ανέβαινα / οινοβαρής προς το ιώδες / Κανένας μέσα...Τί νιτσεϊσμός / μόνος ν’ ανακηρύσσομαι ουρανός / να χρίομαι μελανοβάμων ...».
Κι αμέσως μετά ο ποιητής σαν ιχνευτής ενός φουτουριστικού τοπίου –που μπορεί να είναι κι οι θάλαμοι ενός νοσοκομείου σε εφημερία- διασχίζει την αγωνία του ανθρώπου που βιώνει τους περιορισμούς που θέτει η φύση του και συγχρόνως οραματίζεται ό,τι ξεπερνά αυτούς τους περιορισμούς.
«Βγαίνοντας στο πρανές του διαδρόμου / η ελαφίσια μου έκπληξη / κάτι σαν ράντισμα φτερών σε κρήνη / Δεξιά κι αριστερά μονόκλινα / κι είδα τους σκελετούς στις κλίνες τους / είδα τα σύνεδρα νευρόσπαστα / ασπόνδυλα / Δεν έσκυψα στο μάτι του φεγγίτη / για μένα αλλού ο κήπος των Μουσών / ...εκεί σεντόνια σύννεφα υδροχαρή / οι ορίζοντες τοπία τροπικά».
Οδύνη – και αυτογνωσία ωστόσο- αισθάνεται ο άνθρωπος που βιώνει την ύπαρξή του «ως σκεύος κεραμέως» ως σκεύος που μπορεί να συντριβεί ανά πάσα στιγμή, αφήνοντας μι’ ανάμνηση σαν «Φύση νεκρή που διονυσιάστηκε». Και τί μπορεί ν’ αντιπαραθέσει ο ευάλωτος άνθρωπος στην αδυσώπητη πραγματικότητα του θανάτου; Τον πόθο του που σαν «υψικάμινος» υψώνεται σε «ορίζοντες παραπετάσματα χαλκού /...απ’ όπου ξάφνου πρόβαλεν ηράκλειος / ο νέος χαλκουργός και σφυρηλάτης / (απ’ τα χυτήρια της νυχτός ο Ήφαιστος)». Γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη από έναν από μηχανής θεό που θα δώσει λύση στο δράμα του και θα γιατρέψει το ευάλωτο της φύσης του, έστω κι αν αυτός ο θεός έρχεται «απ’ τα χυτήρια της νυχτός» κι όχι από το ουράνιο φως. Ο άνθρωπος χρειάζεται ένα θαύμα ακόμη και περιορισμένο ή πρόσκαιρο, αρκεί να του δώσει την ψευδαίσθηση της ζωής
«στα ηλεκτρισμένα μέλη έχυσε τη μηχανή / κι η μηχανή σαν σώμα ανατανύστηκε / με σπινθηρίσματα ψυχής»
κι ο ποιητής με την εναλλαγή έντονων εικόνων και την πυκνή ακολουθία ρημάτων, μιλά για τη φρενήρη δράση των ανθρώπων που πασχίζουν να κατασκευάσουν ένα τέτοιο «θαύμα»
«της φόρεσε λοφία από ασημόβεργες /...την έχρισε με φίλτρα εξωτικά / ...την άλειψε τη ράντισε τη στίλβωσε / την πότισε με υγρά για την εκτίναξη»
ώσπου η μηχανή ολοκληρώθηκε, ανθρωποποιήθηκε –ή μήπως ο άνθρωπος μηχανοποιήθηκε;- «και τώρα πλέει μες στο λάδι του γλαυκού / η έλαφος των ελασμάτων».
Ωστόσο αυτή η θαυμαστή μεταστοιχείωση της μηχανής ή του ανθρώπου δεν έχει τέλος –όπως και η αλαζονεία δεν έχει όριο- γιατί τελικά τίποτα «δεν τη χωρά είναι ρηχός ο ουρανός». Όμως κάποτε ξημερώνει και το όνειρο διαλύεται
«Κι ύστερα ο ήλιος έλιωσε τα μέταλλα / έλιωνε κι ανακύκλωνε τα αισθήματα /
στο χωνευτήρι της αυγής»
κι ο ποιητής, που σ’ αυτό το ποίημα επιλέγει το πρώτο πρόσωπο σαν να βιώνει ο ίδιος τις συνέπειες αυτής της ατέλειωτης μεταστοιχείωσης, συναρμολογεί «τα τελευταία λάφυρα του ταξιδιού / -τα κρυσταλλώματα του ονείρου-» προσμένοντας «...ν’ αρχίσει πάλι / η δοκιμή / για την ουράνια πτήση / νύχτα τη νύχτα να συνεχιστεί το θαύμα».
[...]
Στο επόμενο ποίημα Εκποίηση, ο Γιάννης Δάλλας μάς εισάγει «στις παρόδους της αγοράς» του κόσμου, όπου τα γεγονότα βουίζουν «...πνέοντας / στη χοάνη της σαν ανεμοστρόβιλοι», παρασύροντας σ’ αυτήν την αδιάκοπη εναλλαγή «χείλια και φιλιά φυσερά τ’ ουρανού» ενώ γύρω σκορπίζουν «Χιλιάδες δούναι-λαβείν ανεμόδαρτα».
Ήδη από τον πρώτο στίχο –«ξημερώνει μέρα πολύκροτη»- ο ποιητής μάς γειώνει σ’ έναν άλλο χρόνο, όπου δεν υπάρχει κάποια ευδιάκριτη αλληλουχία (όπως π.χ. στις «Γήινες Νύχτες» που η καθεμία είναι ένας οδυνηρός σταθμός). Σ’ αυτό το χρονικό καμβά απουσιάζουν οι οριοθετημένες αναφορές και όλα, όνειρα, αγάπες, επιθυμίες, συμφύρονται μαζί με τα «γεγονότα-σφαγεία» σ’ ένα χρόνο αγοραίο, κατακερματισμένο, καθώς είναι «’Ολοι επί ποδός.../ για το κυνήγι της σκύλας Επιτυχίας», «για την ηδονή του κορμιού και του κέρδους».
Γιατί «στις παρόδους της αγοράς» ο χρόνος δεν υπηρετεί τον άνθρωπο αλλά μια «σκύλα θεά» την Επιτυχία που «μπήκε στην αγορά μυστικός υλοτόμος / σαν καρδιοσχίστης και σαν το σαράκι / σαν το σαράκι του Δέντρου της Γνώσεως / να σχίζεται η ρίζα / και τα πουλιά στα κλαδιά να σαρώνονται».
Βήμα βήμα ο ποιητής σκιαγραφεί και χρωματίζει την παγίδα που απλώνει «Η σκύλα θεά» σαν ιστό αράχνης, σαρώνοντας κάθε τι που υπενθυμίζει το μέτρο του Ανθρώπου. Και μαζί σαρώνονται οι ίδιες οι ρίζες μας, που μας έθρεψαν αιώνες, το φυσικό περιβάλλον, οι πολιτιστικές παραδόσεις, οι πνευματικές και ηθικές αξίες. Με τι αντικαθίστανται άραγε οι απώλειες αυτές; Με την «Επιτυχία»; Με μια «αλυσίδα από Τράπεζες /.../ Οι γνωστές παροχές...» που στο τέλος καταλήγουν μαζί με την «...πίστη στα οράματα / όλα στο σφυρί διαμαρτυρημένα»;
Το ποίημα σκιαγραφεί έντονα την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της εποχής μας, που κυριαρχείται από «Τόσα οδοντωτά γεγονότα.../Από πού να πιαστείς; / Η μεταμόρφωση αέναη...». Είναι γειωμένο στη σύγχρονη κοινωνία όπου όλα ζυγίζονται στη ζυγαριά των εμπόρων («ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ η γνωστή επανάληψη») ή εξωθούνται να γίνουν μετρήσιμα κι εμπορεύσιμα. Η αίσθηση που αφήνει τελικά «το κυνήγι της σκύλας Επιτυχίας» είναι ενός οριακού πολιτικού, κοινωνικού, συναισθηματικού και εν τέλει ψυχικού αδιέξοδου -«Κι η πόλη βραδιάζοντας / με κλειστές τις εξόδους ηχεί σαν κερματοδέκτης / όπου περνά ο καθένας κι αφήνει τη μέρα του»- όπου ο καθένας απομονωμένος «...διασκεδάζει την πλήξη του / πυροβολώντας με το τηλεκοντρόλ την οθόνη» κι όλα τα συναισθήματα υποβαθμίζονται σταδιακά σε μια ρηχή «φτηνή χαρμολύπη».
[...]
Ο ποιητής βυθίζεται εντός του και επιστρέφει πάλι στον κόσμο έχοντας ισχυροποιήσει την οντολογική του ταυτότητα. Γιατί μέσα από το στοχασμό του και την πτήση του αισθήματος που γειώνεται αβίαστα στα βιώματα, αναδύεται η αδήριτη ανάγκη της ζωής και της δημιουργίας. Κι η στάση αυτή είναι σαν πυξίδα που ο κίνδυνος της απώλειάς της δίνει τον προφητικό τόνο στην ποίηση του Γιάννη Δάλλα, σκιαγραφώντας το αδιέξοδο που προετοιμάζει μια τέτοια απώλεια. Τραγική είναι η υπέρβαση των ορίων του ανθρώπου που δεν είναι ούτε αθάνατος, ούτε θεός, ούτε μηχανή. Του ανθρώπου που κινείται μέσα σ' ένα όλο και πιο αποσαθρωμένο κοινωνικό ιστό, γεμάτο από οδυνηρές μνήμες. Μέσα σ' ένα τέτοιο ιστό η δημιουργική ορμή που κινητοποιεί τη ζωή κινδυνεύει να βουλιάξει για πάντα μέσα σε μια κινούμενη άμμο.
Κι εδώ ο Γιάννης Δάλλας χρησιμοποιώντας το στέρεο έρεισμά του, την πυξίδα της ποίησης, τη γνώση της ιστορίας και την κριτική του μνήμη, δίνει τη δική του απάντηση στο αιώνιο υπαρξιακό δίλημμα του ανθρώπου, αποδεχόμενος το μυστήριο της ζωής και τη λυτρωτική δύναμη της δημιουργίας. Κι η θέση αυτή φαίνεται πως πηγάζει από τη γνώση ότι η ύπαρξή μας συνδέεται και συνεχίζει μέσα από μια αλληλουχία γενεών και κατατείνει σ' έναν αδιαφιλονίκητο προορισμό.
Η πεποίθηση αυτού του προορισμού εξισορροπεί τη ρευστότητα των συνθηκών (ιστορικών, πολιτικών, κοινωνικών, ψυχολογικών κ.λ.π.) τον διαρκώς μεταμορφούμενο χωρόχρονο και υψώνει τον άνθρωπο στο επίπεδο του δημιουργού.
Κοντολογίς η ποίηση του Γιάννη Δάλλα, πλούσια σε εικόνες και ήχους και συγχρόνως συνεκτική, δυναμική με ανοιχτούς ποιητικούς ορίζοντες και ταυτόχρονα γειωμένη στα βιώματα και στην ιστορία, μας καλεί να συνειδητοποιήσουμε τον αγώνα του ανθρώπου που πασχίζει να διατηρήσει τη μνήμη του προορισμού του. Μας καλεί να στοχαστούμε την ανάγκη αυτού του αγώνα, να αισθανθούμε ότι ανάμεσα στην αμφιβολία του υπάρχειν μέσα σε αντίξοες ρευστές συνθήκες, που συχνά διαμορφώνουν ένα εφιαλτικό τοπίο και στην πεποίθηση ενός οντολογικού προορισμού, η Ζωή αντιτάσσει τη δύναμη του μυστηρίου της, πηγαία, ανεξάντλητη κι ανεξερεύνητη, την αδιαπραγμάτευτη αξία της, διαλύοντας κάθε αμφιβολία και ηττοπάθεια. Ο ποιητής όμως μας υπενθυμίζει παράλληλα πως αυτή η νίκη και η δημιουργική δύναμη που προσφέρει δεν επιβάλλεται σε κανέναν, αλλά κατορθώνεται μόνο μετά από ένα πόλεμο, μετά από σκληρό αγώνα και με όρους ελευθερίας, με τη βούληση του ανθρώπου, αφού η ελευθερία είναι αξία σύμφυτη με τη ζωή.
Κι ίσως αυτό ακριβώς το μυστήριο και τη δημιουργική δύναμη της ζωής να πραγματεύεται τελικά η ποίηση, σαν τόπο ιδανικό κι ελεύθερο, συντρίβοντας διαρκώς τα στεγανά του αισθητού χωρόχρονου, ανοίγοντας το λόγο σε άλλη προοπτική του χώρου και του χρόνου της ψυχής.
Εύα Μοδινού
Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΘΕΜΑΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», τεύχος 46, 2011
Αφιέρωμα στον Γιάννη Δάλλα
1 το ποίημα με τη μορφή και τον τίτλο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μανδραγόρας». Στη συλλογή Γεννήτριες είναι συνεπτυγμένο και έχει τίτλο «Εκμαγείο της Νύχτας».
2 «Πάει Καιρός...» από τα Σκηνικά της Νύχτας (Γεννήτριες)
3 5ο ποίημα από Τα Ακραία (Στοιχεία Ταυτότητας)
4 ο.π.
5 η τελευταία ενότητα από την ομώνυμη Συλλογή
6 ο.π.