ΜΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗΣ
(απόσπασμα)
«Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτα δεν είμαστε
Γιατί εκείνη δεν υπήρχε πια εκεί...»
Πώς αντικρίζουμε την όψη του θανάτου, το νεκρό σώμα του αγαπημένου ή του οικείου προσώπου μέσα στην καθημερινή ροή του κόσμου που το περιβάλλει «με τη δύναμη μιας παράφορης σιωπής» ;
Είμαστε ζωντανοί και το αίμα κυλάει στις φλέβες μας μ’ ένα ρυθμό ψηλαφητό και οι αισθήσεις οριοθετούν αδιάκοπα το μικρόκοσμό μας, ώσπου άξαφνα βρισκόμαστε μπροστά σε μια αμετάκλητη και αβάσταχτη πραγματικότητα : το θάνατο του Άλλου που σ’ ένα άδηλο μέλλον θα είναι και ο δικός μας θάνατος.
Η Ζέφη Δαράκη στην ποιητική της συλλογή «Η Κρεμασμένη» αντικρίζει συγκλονισμένη
«το θαύμα της φρίκης
στο μισογκρεμισμένο μισόγυμνο σώμα της αγάπης
βυθισμένο ολόκληρο στη σκοτεινή θάλασσα
ενός απλησίαστου ρυθμού».
Αυτόν τον «απλησίαστο ρυθμό» ιχνηλατεί η ποιήτρια, άλλοτε προσπαθώντας να μιλήσει με τη σιωπή του θανάτου κι άλλοτε σκεπάζοντάς την με την επιτακτική ανάγκη της ζωής που πρέπει να κάνει τον απολογισμό της και να προχωρήσει.
Μα μπορεί κανείς να περι-γράψει τη σιωπή του θανάτου;
Η αδιάσπαστη σιγή, η ακινησία που γρήγορα γίνεται ακαμψία, η πρωτόγνωρη παγωνιά του χωρίς πνοή σώματος, η τόσο ανοίκεια, θέτουν όρια σπαραχτικά γύρω από τη νεκρή, που αρχικά δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει – άρα και ν’ αποδεχτεί ως γεγονός – μόνο να τα ξορκίσει μπορεί σαν κάτι που δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει.
«και ξαφνικά την είδε μα
σαν να μην είδε τίποτε ακόμη στάθηκε
Μήτε πλησίαζε μήτε έφευγε παρά κοιτούσε
που σιγά σιγά σηκωνότανε μαύρη σκόνη
από τα μάτια του ο κόσμος και
κάτι τον τύφλωνε».
[..]
Όμως δεν είναι μόνο ο θάνατος αυτός καθ’ αυτός με την τρομερή αλήθεια του αλλά και η ιλιγγιώδης βία της πράξης που έχει αποτυπωθεί στο νεκρό σώμα, αλλάζοντας δραματικά την αίσθηση του χρόνου, του χώρου και εν τέλει της ίδιας της ζωής. Ακόμη και τα στοιχεία της φύσης περι-έχουν αυτό το σώμα χωρίς να μπορούν να το δεχτούν με κάποιο γνώριμο τρόπο.
«περνούσαν οι ώρες πλήθη αγριεμένα
κι ένας μεγάλος ερειπωμένος αέρας
αλυχτούσε
...
γύρω απ’ το κορμί της γυναίκας
Που μήτε κουνιότανε πια
απ’ τον κατάξερο ανυποψίαστο αέρα».
[...]
Ίσως σ’ αυτό το σημείο να σφραγίζεται η μοίρα της γυναίκας που επιλέγει το θάνατο σαν να διεκδικεί μια άλλη ζωή και από εδώ ακριβώς να ξεκινά και ο μακρόσυρτος εφιάλτης όλων όσων ζουν στον κόσμο έξω από υπολογισμούς και σκοπιμότητες με μια αδιαπραγμάτευτη απαίτηση αγάπης και έρωτα. Γιατί για εκείνους δεν είναι «η αγάπη μια πράξη με τέλος και αρχή» (VIΙΙ ποίημα). Παραμένοντας προσηλωμένοι στην απόλυτη αλήθεια των προθέσεων των προσώπων δεν μπορούν να δεχτούν ότι ο κόσμος – άρα και ο Άλλος - μπορεί να ειδωθεί μόνο «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι». Γυμνοί και εκτεθειμένοι, θύματα της αθώας δίψας τους και ενός αγνού εγωισμού – «όλο σιωπή και υπεροψία η ψυχή τους...» - βλέπουν το κάθε τι γύρω τους να καταρρέει ώσπου
«σιγά σιγά τα πρόσωπα ξεραίνονται
ένας βοριάς απανθρωπίας τα δυναμώνει
και μπρος στο άνοιγμα συμβολικών παραθύρων
διατηρούνται χρόνια στην υπομονή
Ω γριές σκοπιμότητες
και γέροι υπολογισμοί...»
[...]
Στο τελευταίο ποίημα (ΧΙV – «Η κρεμασμένη») η Ζέφη Δαράκη με δέος κοιτάζει το σώμα της νεκρής. Το κρεμασμένο σώμα, το τειχισμένο μέσα στην απόλυτη μοναξιά του –γιατί απόλυτο κι ανικανοποίητο παραμένει το αίτημα της αγάπης- σπαραγμένο από την ίδια του τη δίψα, τυραννισμένο από την ατέλειωτη αναμονή, έξω από τις σταθερές συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου, έχοντας γύρω του «περασμένα σφιχτά δαχτυλίδια θανάτου».
Βαθύτατη η οδύνη που μάς μεταφέρει η ποιήτρια κοιτάζοντας την αέναη πτώση, την άβυσσο της απόγνωσης στην Κρεμασμένη. Όταν η ψυχή, απογυμνωμένη από τις αυταπάτες της, παλεύοντας σ' ένα τιτάνιο αγώνα, ενδίδει, με
«το βλέμμα της ριγμένο στο χώμα
σα να τον αναζητούσε
με μια στεγνή απελπισία αδειασμένο
πάνω στο θέαμα του κόσμου και
τα χείλη αμίλητα κι η ξεχασμένη λέξη της αγάπης
να κατατρώει το σκοινί
Σαν πουλί που ξέκοψε από τ’ άλλα».
Κι έπειτα η ποιήτρια από την άλλη όχθη πια, την όχθη των νεκρών, αφουγκράζεται τον αντίλαλο της ζωής
«...αυτό το σιγαλοπερπάτητο
χλιαρό φως
το άλλοτε τόσο τρυφερό για μένα-
νεκρώσιμο στεφάνι
στην ακαταστασία των ακόμη θερμών μου μαλλιών».
Η Κρεμασμένη είναι μια ποιητική σύνθεση κορυφωμένη από την αρχή στη θέα του θανάτου, με έντονο εσωτερικό ρυθμό και πλούσιες, καταιγιστικές εικόνες, που διατρέχουν όλο το φάσμα των συναισθηματικών εναλλαγών, μετα-φέροντας συγχρόνως το στοχασμό της ποιήτριας. Έχει στίχους κλειδιά που λειτουργούν σαν ισχυροί συνεκτικοί σύνδεσμοι, μα εκείνο που διαμορφώνει την αδιάσπαστη συνοχή της σύνθεσης είναι μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, διάχυτη στην εικονοποιία και στη μουσική των λέξεων. Είναι μια ατμόσφαιρα που έλκει τον αναγνώστη αβίαστα, όπως όταν ανοίγει κανείς μια χαραμάδα σ' ένα σκοτεινό χώρο για να εισχωρήσει το φως και έπειτα παρατηρεί την αστραπιαία διαδρομή του, έκπληκτος από την αποκαλυπτική του δέσμη.
Ήδη από το πρώτο ποίημα, τα στοιχεία του κόσμου πυρπολούνται και μετουσιώνονται γύρω από το σώμα της νεκρής κι έπειτα μ’ αυτήν ακριβώς την κεκτημένη ταχύτητα της αβάσταχτης θέας, ολοκληρώνεται η διαδρομή της μνήμης σαν «να γυρίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα/ το σκοινί ενός πηγαδιού προ τα πίσω/ Καταποντίζοντας στα βάθη του το χρόνο».
Ο χρόνος της Κρεμασμένης είναι ακραία συμπυκνωμένος από τους πρώτους στίχους «Γιατί εκείνη δεν υπήρχε πια εκεί και /σε κανένα χρόνο», ωστόσο η σύνθεση είναι κυκλική με συνεχείς αναδιπλώσεις. Ενώ το μοιραίο γεγονός έχει συμβεί, δημιουργείται η αίσθηση της αναμονής του σαν να πρόκειται να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Η αίσθηση αυτή καταργείται στο προτελευταίο ποίημα, όπου υπάρχει ένα ευδιάκριτο σημαίνον ρήγμα. Κι εδώ φαίνεται το ποιητικό ένστικτο της Ζέφης Δαράκη που όχι μόνο ισορροπεί ανάμεσα σ’ αυτές τις διαφορετικές πραγματικότητες, αλλά και τις χρησιμοποιεί στο τελικό ποίημα, όπου η ποιήτρια κοιτάζει τη νεκρή από ένα οριακό σημείο, μια άλλη όχθη.
Ίσως από αυτό ακριβώς το Όριο να ξαναρχίζει το ποίημα τον αέναο κύκλο του.
Από τη μοιραία πράξη της Κρεμασμένης που έκλεισε το χρόνο οριστικά και τον άνοιξε πάλι, γιατί πίσω από το ακατανόητο σμήνος των λόγων και των πράξεων υπάρχει πάντα μια αιτία, μια «ξεχασμένη λέξη» που οδηγεί αθέατα και οδυνηρά τη ζωή «σαν πουλί που ξέκοψε από τ’ άλλα».
Εύα Μοδινού
Αθήνα, 26-08-2009
Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΠΑΡΟΔΟΣ», τεύχος 32 (περίοδος δεύτερη)
Αφιέρωμα στη Ζέφη Δαράκη
1 Αρχική Έκδοση 1984 (Βιβλιοπωλείο της Εστίας)