Εύα Μοδινού
για το έργο της / επιστροφή

ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ

ΕΥΑ ΜΟΔΙΝΟΥ, Η ηλικία της πέτρας
, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2017

(απόσπασμα)

Σ’ ένα ταξίδι/ αρρώστησα· όνειρα/ γυρίστε πίσω: το χαϊκού του Μπασό, το οποίο τοποθετεί η Εύα Μοδινού ως επιγραφή στη σύνθεσή της Η ηλικία της πέτρας, προσφέρει μια πυξίδα πλοήγησης στα ποιήματά της: η αρρώστια καραδοκεί σε κάθε στροφή στο ταξίδι της ζωής, ακόμη και στα φωτεινότερα τοπία του, όπως ο έρωτας· και συνίσταται στην απεμπόληση των ονείρων, στην αποστασιοποίηση από αυτά, στην αποδοχή της ήττας. Η επιστροφή των ονείρων προϋποθέτει όμως μια διαδικασία επίπονη εκ μέρους του υποκειμένου· η άλλη ονομασία αυτής της διαδικασίας είναι, για την Εύα Μοδινού, η ποίηση.
Στο εισαγωγικό ποίημα της σύνθεσης («Ποίηση Ι»), ως έναυσμα της ποιητικής δημιουργίας προβάλλεται η έλλειψη: Αν είχα ένα πουκάμισο/ σε σκονισμένο πράσινο/ και παντελόνι απότιστο καφέ/ κανείς δεν θά ’βλεπε το βήμα μου. Μη έχοντας: καρφώνω τη Σιωπή/ ανεβαίνοντας... Ο υποθετικός λόγος παραπέμπει ευθέως στο ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου «Το καράβι του δάσους». [...] Η Εύα Μοδινού διαλέγεται συνειδητά μαζί του ανακαλύπτοντας μια λύση στο πρόβλημα: καθώς αδυνατεί να κοιμίσει τη συνείδησή της, να απαλλαγεί από τη μνήμη (ανταλλάσσοντάς τη με φυλλωσιές ανέμου), να αγνοήσει το τραύμα, στρέφεται στην ποίηση. Μια ποίηση που δεν συνίσταται στη λεκτικοποίηση φευγαλέων οραμάτων χαράς, αλλά στο κάρφωμα της Σιωπής. Μια ποίηση-πράξη και ταξίδι. Το ανέβασμα πιθανόν να δηλώνει το σκαρφάλωμα σε δύσβατο βουνό, πιθανόν και μια πτήση προς τον ουρανό· ή και την άνοδο από τον σκοτεινό βυθό προς τη φωτεινή επιφάνεια. [...] Ένα ταξίδι σε άγνωστες περιοχές, με άγνωστα εφόδια στα χέρια: έτσι ορίζεται η ποίηση για την Εύα Μοδινού. Ένα ταξίδι όμως απαραίτητο προκειμένου να συναντήσουμε τον –επίσης άγνωστο– εαυτό μας και να τον επανασυνδέσουμε με τα όνειρά του.
Ο τόπος όπου ο εαυτός κινδυνεύει και χάνεται είναι συχνά οι άλλοι: η αγορά (ο καβαφικός υπαινιγμός δεν είναι τυχαίος), στην οποία τεμαχίζεται και πουλιέται η ζωή μας, με τη συναίνεσή μας, καθώς επιλέγουμε την «Προσαρμογή»· επιλέγουμε να γίνουμε ο καθένας μια ψυχή προς χρήση και να ζυγιζόμαστε στα βλέμματα των βιαστικών περαστικών. Οι άλλοι μπορούν όμως να είναι και ο τόπος της σωτηρίας μας: της εξόδου από μια μοναξιά που λειτουργεί σαν το αδιαπέραστο σκοτάδι ενός ζωντανού θανάτου. Σε αυτήν την ανατροφοδοτούμενη μοναξιά επιμένει σε ορισμένα ποιήματα η Εύα Μοδινού· στον άνθρωπο ο οποίος κλείνεται στον εαυτό του, ενδεχομένως για να αντιδράσει στην προσαρμογή σε μια ισοπεδωτική ομοιομορφία, και, κλεισμένος εκεί, χάνει τον προσανατολισμό του. Η αδειοσύνη είναι τελικά χειροπιαστή, δηλώνει σε ένα ποίημα η γυναικεία μορφή, η παρουσία της οποίας, άλλοτε σε δεύτερο και άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο, διατρέχει (ή στοιχειώνει) πολλά ποιήματα της σύνθεσης· αφού η πληρότητα [είναι] άπιαστη όπως το Σύμπαν, είπες και ρίχτηκες στην άβυσσο, [...] Το άδειο απορροφά· και εικονίζεται σαν σκληρή ακινησία. Η πρώτη ενότητα της σύνθεσης επιγράφεται «Το ποτάμι», το οποίο κάποτε γίνεται πέτρινο και δεν καθρεφτίζει τον ουρανό, κάποτε σπρώχνεται από το ίδιο το υποκείμενο έξω από την κοίτη του· έτσι, εκεί που θα κυλούσε, μια λυπημένη δύναμη σαν λάσπη βυθού/ απόμεινε στα χέρια σου. Το σεφερικό διακείμενο: Λυπούμαι που άφησα να περάσει/ ένα πλατύ ποτάμι μες απ’ τα δάχτυλά μου/ χωρίς να πιω ούτε μια στάλα./ Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα, προσφέρει ένα κλειδί για την ανάγνωση των στίχων. Το ποτάμι δεν θα γυρίσει πίσω, δεν θα ξαναμπεί στην κοίτη του, δεν θα ξαναγίνει υδάτινο· [...] Η γυναικεία μορφή, κάποτε Ευρυδίκη, κάποτε Αντιγόνη, κάποτε Οφηλία, κάποτε μια ανώνυμη γδαρμένη ψυχή, κυριαρχεί μέσω της σιωπής της και της απόστασης· ή μέσω ενός λόγου που έχει απολέσει την επικοινωνιακή του διάσταση: Ίσως να μου μιλά/ Η φωνή της ένας λευκός τσικνιάς πετά/ από τον Άδη – σχεδιάζει ακατάληπτα/ το αόρατο.

Ωστόσο, παρά την καταλυτική παρουσία εκείνης της φωνής, η άλλη αφήγηση (αυτή που δεν είναι ακατάληπτη, αλλά επιστρατεύει συμβολισμούς προκειμένου να κοινωνήσει το ακατάληπτο και το αόρατο) επιμένει. Με την πνιγμένη Οφηλία που ίσως να [...] μιλά κλείνει η ενότητα «Το ποτάμι». Από ερωτική απελπισία έχει τρελαθεί και οδηγηθεί στον θάνατο η σαιξπηρική Οφηλία. Έτσι, εισάγεται, συνειρμικά σχεδόν, η δεύτερη ενότητα: «Ο έρωτας». Όπως το ποτάμι, και ο έρωτας μπορεί να πετρώσει: πέτρινος ύπνος ωραίας κοιμωμένης. Αν ο έρωτας είναι ο Άλλος, και επομένως ανοίγει νέους κόσμους, λυτρωτικούς –Όρια που ξεδιπλώναν κι άλλα όρια– αφετέρου βιώνεται στην άκρη του γκρεμού, ο οποίος καραδοκεί καθώς η πτήση μετατρέπεται σε πτώση, το φτερούγισμα σε νεκρό αγέρα, τα ελεύθερα πουλιά σε σφαγμένα παγώνια. Πάντως, παρά την οδύνη ή τις κατακρημνίσεις (ίσως και μέσω αυτών), ο έρωτας μοιάζει με την ποιητική δημιουργία, αφού προϋποθέτει ή επιφέρει τη θραύση των ορίων, τη βίωση του αγνώστου. Έτσι γίνεται μια οξυκόρυφη σιωπή στον ουρανό. Αυτήν που καρφώνει ανεβαίνοντας η ποιήτρια.
Σιωπή που αντιπαρατίθεται, αλλά και συνεργάζεται, με τον εκκωφαντικό κρότο του εκσκαφέα σε ποίημα της τρίτης ενότητας («Η πέτρα»). Ο εκσκαφέας σπάει τα πέτρινα έγκατά σου και ανοίγει μια ρωγμή να ξεπηδούν/ σπαραχτικές φωνές μαχαίρια. Τι είναι αυτό που θραύεται; Η επιφάνεια μιας τακτοποιημένης ζωής όπου κάθε τι σκοτεινό βρίσκεται θαμμένο κάτω από την πέτρα; Αφενός ναι· και συνεπώς το υποκείμενο αρπάζεται από τη συνήθεια, την καθημερινότητα, το τετριμμένο, προκειμένου να διασωθεί από την αλήθεια. Αφετέρου, με θραύση κινδυνεύει και ολόκληρος ο εαυτός, με τις πράξεις και τα συναισθήματά του, με τις δεσμεύσεις και τους δεσμούς του· κινδυνεύει να καταστεί δέσμιος της δίψας του ανεκπλήρωτου, η οποία ακυρώνει τα πάντα.
Μεταξύ προσώπου και προσωπείου ακροβατεί, λοιπόν, ο άνθρωπος· τείνοντας κάθε στιγμή να λησμονήσει το πρόσωπό του λόγω των προσωπείων που φορά· αλλά και τείνοντας να το περιφρονήσει και να προσδεθεί στην απουσία. Πρόκειται για μια δύναμη που σ’ απογυμνώνει από την αγάπη, όπως δηλώνεται στο ποίημα «Ακαμψία». Έπειτα διαρκώς σε σπρώχνει/ σε ξεβράζει έξω από τον εαυτό σου/ στην ακαμψία της ύπαρξης/ στο περιτειχισμένο Εγώ. Αυτή είναι ίσως η «Έλξη της βαρύτητας» (ο τίτλος της επόμενης ενότητας) που τραβά τον άνθρωπο στο μέσα σκοτάδι: Στο πετρωμένο στήθος μου δεν φτάνει/ να φωτίσει κάποια οπτασία αγάπης, μονολογεί η νεκρή. Η αγάπη δεν φτάνει για να φωτίσει το στήθος επειδή αυτό έχει πετρώσει· ή, αλλιώς, επειδή η ψυχή έχει μετατραπεί σε μαύρη τρύπα προορισμένη να μετατρέπει το φως σε σκοτάδι. Και, όπως γράφει η ποιήτρια στο ομώνυμο της ενότητας ποίημα: Το σκοτάδι γεννά κι άλλο σκοτάδι/ Δεν παραδέχεται ποτέ το όριό του. Όπως και στον έρωτα, τα όρια διαρκώς επεκτείνονται και αναπροσδιορίζονται. Μόνο που εκεί φτερουγίζουν στο φως του δειλινού· ενώ το σκοτάδι κομματιάζει τον ουρανό/ κι έπειτα ταριχεύει τα νεκρά πουλιά/ και στα προσφέρει σαν αποδείξεις/ ότι η Εδέμ σου υπήρξε.
Στην πανίσχυρη έλξη της μαύρης τρύπας αντιτάσσεται κάτι εκ πρώτης όψεως αμελητέο: «Ένα ελαφρύ βήμα» επιγράφεται η τελευταία ενότητα της σύνθεσης. Το ελαφρύ βήμα ανήκει στην αγάπη –τον Άγγελο με τα μεγάλα φτερά, που είναι πολύ μακριά πολύ κοντά· ίσως μέσα μας. Στην αγάπη που οργώνει τις ψυχές σταθερά/ ανενόχλητα Ώσπου έρχεται ο θερισμός... Αν ο θερισμός παραπέμπει αφενός στον θάνατο, αφετέρου δηλώνει τον σκοπό του οργώματος· μέσω εκείνου θα αποδοθούν στον εαυτό και στους άλλους οι καρποί. Το πεπερασμένο της ζωής (η επίγνωση πως θα έρθει η ώρα του άλλου θερισμού) επιτείνει την αναγκαιότητα να υποδεχτεί ο καθένας το άροτρο της αγάπης. Έτσι κερδίζει κανείς το πρόσωπό του (όπως και τον θάνατό του, όπως έχει πει ο Σεφέρης). Ίσως τότε να επιστρέψει στην ξερή κοίτη της καρδιάς/ το ποτάμι..., καταλήγει το προτελευταίο ποίημα της ενότητας.
Στο «Υστερόγραφο» της σύνθεσης («Ποίηση ΙΙ») ξαναπιάνεται το νήμα που συνδέει την υπαρξιακή περιπέτεια με την ποιητική δημιουργία. Η σύνδεση είναι αμφίδρομη. Από τη μια η Ποίηση αποκτά τη συνοχή της επειδή βαπτίζεται μες στη φωτιά των πράξεων, αποτελεί, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο το απόσταγμα της εμπειρίας, την κατάθεση μιας βιωμένης κοσμοαντίληψης, τη μετουσίωση των πράξεων σε λέξεις. Από την άλλη, ακριβώς επειδή συνιστά συμπύκνωση πράξης και στάσης του υποκειμένου, λειτουργεί ως οδηγός σε περαιτέρω ενέργειες: Γίνεται αρράγιστο ραβδί καθώς βαδίζεις/ στης ύπαρξης το μάγμα το ρευστό.
[...]
Η ποίηση εμπλέκεται στην περιπέτεια της ύπαρξης [...] Σχηματίζει αργά και επίπονα μιαν άλλη ηλικία για τον άνθρωπο που συμμετέχει, ως δημιουργός ή ως αναγνώστης, στο ποιητικό γίγνεσθαι και, συμμετέχοντας, αντιστέκεται στο πέτρωμα.
Ο διάλογος που αναπτύσσει η Εύα Μοδινού με άλλους ποιητές αποτελεί λειτουργικό τμήμα αυτής της συμμετοχής. Μαζί με τη φωνή του Εγγονόπουλου ακούγεται, όπως είδαμε, κι εκείνη του Σεφέρη. Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη τραγούδησε τραγούδησε.../[...]/ ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει, προτρέπει στην Κίχλη ο Σεφέρης· και το ποίημα «Αντιγόνη» της Εύας Μοδινού κλείνει με τους στίχους: Τότε ο τύραννος όπως κι εσύ/ σαν ένας ξερός κορμός θα κυλήσει/ στο ίδιο ποτάμι. Παρών είναι και ο Γιάννης Ρίτσος [...] ο Κλείτος Κύρου στην εικόνα με τον Άγγελο και την αγάπη[...]ο Νίκος Γκάτσος[...] Παρών είναι, βέβαια, και ο Καρυωτάκης: για είδωλα των πόθων μιλά η Εύα Μοδινού· το πάθος όχι, το ίνδαλμά του μόνο ζητά ο Καρυωτάκης, έστω, να αντικρίσει προτού αναχωρήσει από τη ζωή. Παρούσα είναι και η Ζέφη Δαράκη, [...] ο Γιώργος Γεωργούσης [...] Και ο Βύρων Λεοντάρης με την Ψυχοστασία. Και άλλοι ακόμη. Ρητός ή υπόρρητος ο διάλογος, βοηθά στην κατασκευή του συμπαγούς ραβδιού. Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας, ειδοποιεί ο Σεφέρης. Η επιστράτευση τέτοιων λόγων είναι απαραίτητη σε μια στοχαστική ποίηση που προσανατολίζεται επίμονα στη λύτρωση, ατομική και συλλογική. Όπως η γδαρμένη ψυχή/ Πεισματικά διεκδικεί το σώμα της, έτσι και το σώμα διεκδικεί, εξίσου πεισματικά, την ψυχή του. Η διπλή αυτή αναζήτηση ωθεί σε διαδρομές (μέσα το βίωμα, μέσα στους άλλους και μέσα στον λόγο) που σχηματίζουν την αληθινή μας ηλικία –μια ηλικία που χαράσσεται αναγκαστικά επάνω στην πέτρα, αφού εξωτερικές και εσωτερικές δυνάμεις επιβάλλουν το πέτρωμα ως υπαρξιακή συνθήκη· καθώς όμως χαράσσεται, δίνει στην πέτρα το ειδικό της σχήμα, τη σκάβει, ανοίγει διόδους για να διαβεί το ποτάμι που είμαστε.
Αν στην προηγούμενη ποιητική σύνθεση της Εύας Μοδινού (Για πάντα – Ποίηση σε επτά πράξεις: 2012) δέσποζε σαφώς ο ελεγειακός τόνος, η τωρινή στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εναλλαγές του τόνου, της οπτικής, όπως και του ρυθμού. Τα ποιήματα στέκουν αυτοτελώς, νοηματοδοτούνται όμως πληρέστερα όταν διαβάζονται στη θέση τους μέσα σε κάθε ενότητα (όπως, βέβαια, και μέσω των διακειμένων τους). Και οι ενότητες λειτουργούν σαν κεφάλαια μιας ενιαίας αφήγησης, συνεκτικής και ολοκληρωμένης, με τον τρόπο, βέβαια, της σύγχρονης ποίησης· έναν τρόπο που δημιουργείται όχι εξαιτίας κάποιας επιθυμίας για νεωτερισμό, αλλά για τον λόγο που εκθέτει ο Έλιοτ στην Έρημη Χώρα: γνωρίζεις μόνο μια στοίβα σπασμένες εικόνες. Στην αφήγηση της Εύας Μοδινού διακρίνεται μια διελκυστίνδα ανάμεσα αφενός στην ανοδική πορεία η οποία προλέγεται στο εισαγωγικό ποίημα (την πορεία που, μέσα από πετρωμένα ποτάμια, και με σπασμένες τις πυξίδες, οδηγεί προς την ελπίδα της αγάπης) και αφετέρου τη στάση: την για πάντα συνεχιζόμενη και για πάντα σταματημένη συνομιλία με τη μορφή που δηλώνει κατ’ επανάληψη την απουσία της: Το σεληνόφως στα σκοτεινά νερά κεντά/ μια μνήμη αμίλητη καιρό μέσα στη νύχτα/ ξαφνικά ένα ποτάμι ασημένιο αστραφτερό// Όμως δεν είμαι πια. Η διελκυστίνδα αυτή προσδίδει βάθος και τραγικότητα στον αρθρωμένο λόγο. Η ποιήτρια μοιράζεται στα δυο, για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Τάκη Σινόπουλου· και ο διχασμός δεν επουλώνεται ποτέ. Αν ο Ρίτσος στο «Τραγούδι της αδελφής μου» ανακαλύπτει τη νίκη και το φως στο τραγούδι, αποτινάσσοντας την ανάγκη του να κλειστεί στον θρήνο, στην Ηλικία της πέτρας το φως και η πληγή συνυπάρχουν ώς το τέλος: Τόσο αίμα τόσος μόχθος μονάχα/ για μιαν ασημένια προσωπίδα/ σαν όψη φεγγαριού πάνω στο τραύμα. (Και πάλι η φωνή του Σεφέρη δεν ακούγεται εδώ τυχαία: τόσος πόνος τόση ζωή/ πήγαν στην άβυσσο/ για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη).
Κάπως έτσι, [...] αναπτύσσεται ο διάλογος με το χαϊκού του Μπασό. Η αρρώστια που πλήττει τον ταξιδιώτη δεν θεραπεύεται· και τα όνειρα δεν επιστρέφουν. Υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν μέσα στα περιστύλια των ονείρων [τους] –και η ήττα τους σημαδεύει και τους επιζώντες ως πόνος και ως ενοχή ανεπούλωτη. Μέσω όμως της ποίησης, όπως την αντιλαμβάνεται η Εύα Μοδινού, προτείνεται η συμφιλίωση με το ανεπούλωτο, με το ανεκπλήρωτο, με το χαμένο όνειρο, με την απουσία. Η ψηλάφηση όχι του ελκυστικού, βαρυτικού κενού, αλλά της κακοτράχαλης, πολύμορφης ζωής μέσα στην απεραντοσύνη. Και η διαρκής αναζήτηση· η αβέβαιη πορεία προς κάτι μακρινό όσο και εντελώς δικό μας: αυτό που λείπει από την εικόνα για να γίνει/ πρόσωπο.

Έλλη Φιλοκύπρου

Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Θέματα Λογοτεχνίας", τεύχος 58, Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2018.