Εύα Μοδινού
για το έργο της / επιστροφή

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ

ΕΥΑ ΜΟΔΙΝΟΥ, Η ηλικία της πέτρας, Εκδόσεις Γκοβόστη/Τα Ποιητικά, 2017

(απόσπασμα)

Σκηνικό ποίημα σε πέντε μέρη (πράξεις), με Πρόλογο και Υστερόγραφο, Η ηλικία της πέτρας της Εύας Μοδινού προεκτείνει και κορυφώνει τον μύθο της προηγούμενης συλλογής1 (Για πάντα. Ποίηση σε επτά πράξεις: 2012). Πρόκειται για δύο βιβλία με αυστηρή αρχιτεκτονική και δομή τα οποία αναπτύσσουν με μουσικό τρόπο τα εξής ποιητικά θέματα: κόσμος και ψυχή, μνήμη και χρόνος, τέχνη και ελευθερία, ταυτότητα και ετερότητα. Αυτά στεγάζονται κάτω από το σύμβολο-θεμέλιο της πέτρας2, το οποίο περιέχει ευρύτατες σημασιοδοτήσεις και αποδίδει την πρόθεση της ποιήτριας για σταθερότητα και διάρκεια του έργου. Στην προηγούμενη συλλογή ωστόσο η απαθανάτιση ενός τραγικού συμβάντος προσλαμβάνει τη μορφή του μνημειακού ποιήματος, ενώ στην πρόσφατη παρουσιάζει την εκδοχή της αιωνιότητας μέσα στην καθημερινή ζωή. [...]

Το βιβλίο διατρέχει ο μονόλογος/διάλογος του ποιητικού αφηγητή και της νεκρής γυναικείας μορφής (του βιβλίου Για πάντα) , ο οποίος εξελίσσεται σε πέντε ενότητες (Το ποτάμι, Ο έρωτας, Η πέτρα, Η έλξη της βαρύτητας, Ένα ελαφρύ βήμα). Τον χρόνο οριοθετεί η Πανσέληνος η οποία επανέρχεται περιοδικά δημιουργώντας έναν κύκλο νοσταλγίας για τον κόσμο. Η πραγματικότητα αποδίδεται με αναδρομική ματιά, ενώ ο θησαυρός των αναμνήσεων αποδεικνύεται ανεξάντλητος. Η συμπυκνωμένη εμπειρία μιας ζωής μεταφέρεται με το δεύτερο ενικό πρόσωπο και αποκτά τη βαρύτητα μιας μαρτυρίας κερδισμένης με ακριβό τίμημα.

Ποιος είναι ωστόσο αυτός ο κόσμος που για χάρη του διακυβεύονται τόσα πολλά; Διακρίνεται για το φως, αγγελικό και μαύρο, τα χρώματα, τους ήχους, τη θεσπέσια φύση. Η ζωγραφική ματιά της ποιήτριας αποδίδει προσεκτικά τις λεπτομέρειες, ενώ οι εικόνες περνούν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη σαν σε καλειδοσκόπιο. Το ρεύμα της ζωής συμπυκνώνεται στον ποταμό, ο οποίος περικλείει τα πάντα και δεν επιστρέφει ποτέ, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο. Στις όχθες του συναντώνται μοιραίες μορφές όπως ο Νάρκισσος και η Οφηλία, ενώ ταυτόχρονα η Ευρυδίκη συνεχίζει να καλεί τον Ορφέα. Ο Ορφέας είναι ένας αρχιτέκτονας ο οποίος «θα δημιουργήσει ένα οικοδόμημα καταφέρνοντας να συγκινήσει και να κινήσει τις πέτρες με τη μουσική του, με τη μαγεία των ήχων του3» . Το ίδιο αυτό υδάτινο στοιχείο μετατρέπεται κάποτε σε σύμβολο της ακινησίας και της στασιμότητας. Συχνά η ύπαρξη που έχει χάσει τον προσανατολισμό της αντικρίζει μόνο τη ματαιότητα και την ανεπίστρεπτη ροή του χρόνου-ποταμού. Ο Ποταμός σαν όριο παρουσιάζεται ήδη στην πρώτη (Στιχομυθία:2001) αλλά και στην τρίτη συλλογή της ποιήτριας (Εκεί που τελειώνει…:2005) σε μια διελκυστίνδα ανάμεσα στον σπαραγμό του τέλους και την ανάταση της νέας αρχής.

Τη δομή του έργου συνθέτει η αντίστιξη ανάμεσα σε δύο επίπεδα: της ζωής και του θανάτου, της παρουσίας και της απουσίας, της ορμής και της στασιμότητας τα οποία εναλλάσσονται ελεύθερα. Ο θάνατος ωστόσο δημιουργεί τη δική του πραγματικότητα, την οποία προκαλεί «Η έλξη της βαρύτητας» και η τάση της ψυχής προς το επέκεινα. Σε μια ιδιότυπη Νέκυια, ο ποιητικός αφηγητής απευθύνεται προς την αγαπημένη νεκρή, η οποία μεταφέρει την απόλυτη Γνώση. Σκοτεινοί τόνοι αναπτύσσονται καθώς παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη η ουτοπία σαν Ατλαντίδα ("Το Κενό"):

Κανείς δεν ξέρει πώς χάνεται ο προορισμός
έτσι σαν Ατλαντίδα θεσπέσια φωταγωγημένη
σε κάποια μαύρη θάλασσα

Η πραγματικότητα παρουσιάζεται παραλλαγμένη, το είδωλο του Νάρκισσου αντιστρέφεται και το βάρος της ψυχής αποτιμάται κατά την «Ψυχοστασία»:

τίποτα δεν ισοφαρίζει μια γδαρμένη ψυχή

[...]

Ποίημα-κλειδί της συλλογής αποτελεί η «Έλξη της βαρύτητας», όταν η συνείδηση αναζητεί το σκοτεινό υπόγειο της ύπαρξης. Η ποίηση στο σημείο αυτό συναντά τη φιλοσοφία και την ψυχολογία. [...]

Στο σκοτεινό βάθος μένουν κρυμμένα τα κίνητρα των πράξεων, τα ιδιοτελή ελατήρια των ανθρώπινων έργων πριν ακόμα πραγματοποιηθούν. Η γνώση τελικά ίσως είναι μια ακόμη αδυναμία – προτιμότερη η άγνοια. Τα μυθικά τέρατα ωχριούν μπροστά σε εκείνα που κοιμούνται στο υποσυνείδητο και συνθέτουν αυτό που κατ’ ευφημισμό ονομάζεται «το μυστήριο της ύπαρξης». Εκεί οδηγεί το «σκοτεινό πέρασμα» από τη ζωή προς τον θάνατο και αντίστροφα.

Η καρδιά του σκότους στραγγίζει το φως
Είναι μια μαύρη τρύπα –
έλξη πανίσχυρη αδιαπέραστου πυρήνα
πολλαπλασιάζει ασταμάτητα το βάρος
Α υ τ ό που εσύ ονομάζεις υπόσταση

Το όριο είναι εσωτερικό - τα πέρατα της ψυχής, το τελευταίο σύνορο. Εκεί παραμονεύει το Υποσυνείδητο σαν άλλη Γοργώ, το τρομερό κεφάλι «αυτό που είσαι και δεν το γνωρίζεις». Και η όχθη είναι ένα σύμβολο δαντικό. Ο άνθρωπος που στέκεται εκεί επιθυμεί να εγκαταλείψει έναν κόσμο γεμάτο δάκρυα, πληγές και σκοτάδια και να περάσει στην απέναντι όχθη4. Κάποτε στο χώρο αυτό κρύβεται ο Άλλος, το alter ego κατοικώντας στο σκοτάδι και τη σιωπή. Ο διχασμός δημιουργεί την άλλη όψη του ανεκπλήρωτου, τη σύγχυση ανάμεσα στο πρόσωπο και το προσωπείο, τον κατακερματισμό της ενότητας.

μα και το φως γίνεται άβατο
όταν τα χέρια της αγάπης ακρωτηριάζονται
από το σκοτεινό βάρος της ύπαρξης

Αυτή είναι επομένως η ανθρώπινη τραγωδία, η απώλεια του προσώπου, της ταυτότητας. Η ανθρώπινη ζωή στιγματίζεται από «μια εφιαλτική πραγματικότητα, όπου τα πρόσωπα υποχρεώνονται να πετάξουν τη μάσκα τους, να αποκαλύψουν το πραγματικό τους πρόσωπο και να οδεύσουν προς ένα δρόμο πόνου και αυτογνωσίας, ως την τελική λύτρωση5». Οι διάλογοι, οι στιχομυθίες ανάμεσα στην ποιητική αφηγήτρια και τη νεκρή γυναίκα συνιστούν ένα είδος «Νεκρικού διαλόγου», ή δράματος, το οποίο βαδίζει προς την κάθαρση. Στοιχεία της παραδοσιακής ποίησης (Το τραγούδι της νύφης), απηχήσεις του έργου του Σεφέρη ή του Σικελιανού συνιστούν μια «Μελέτη θανάτου», σύμφωνα με τον στίχο «Τέλος κι αρχή η μνήμη εδώ δεν έχει». Η μνήμη των νεκρών συντελεί στην επικοινωνία με το «επέκεινα» και η πραγματικότητα ταλαντεύεται ανάμεσα στα δύο επίπεδα, στο χρόνο της καθημερινότητας και στο αιώνιο παρόν της αιωνιότητας. ("Μια συνηθισμένη μέρα»). Το άρρητο, το άλογο έχουν ανάγκη να ενσαρκωθούν και να βρουν καταφύγιο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Στον «Τάφο των Ανθεμίων» άλλωστε, η ποιήτρια μοιάζει να εγκαθιστά τη ζωή στο κέντρο του θανάτου. Ενώ στην "Ακαμψία" η αγωνία του θανάτου γίνεται "συμπαγής πόνος", γιατί:

Η φρίκη έχει ανάγκη κι αυτή μια μορφή
για να γίνει μνήμη

[...]

Προνόμιο αλλά και φορτίο αποτελεί η μνήμη, η οποία συνοδεύεται από την οδύνη και καταλήγει σε όνειρο/εφιάλτη («τ’ όνειρο γυάλινο πουλί/στην άκρη ενός γκρεμού...»). Πρόκειται για εικόνες ή συνθέσεις που ανακαλούν τη λεγόμενη «μεταφυσική ζωγραφική», [...]

Η ανασφαλής κατάσταση του ανθρώπου αφήνει ελεύθερες τις επιλογές ακόμη και την τελευταία στιγμή: «Αν μπορούσε (…) να γυρίσει πίσω όπως μέσα σ’ έναν καθρέφτη/το είδωλο στο πρόσωπο..» Τότε παρεμβαίνει ο χρόνος ο οποίος δημιουργεί το ανεπανόρθωτο. Ο χρόνος, η ποίηση και η μουσική αποτελούν έναν ρυθμό που συνεχίζεται. Στο ποτάμι της ζωής τα πάντα ανακυκλώνονται και συγχωνεύονται. Η ροή είναι το γίγνεσθαι της Ιστορίας, το οποίο περιλαμβάνει πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις σε μια ακατάπαυστη κίνηση. Η κίνηση παρόλα αυτά καταλήγει κάποτε σε μια «ακίνητη στιγμή», ένα «πέτρινο ποτάμι», μια «νεκρή φύση». Το άτομο ωστόσο που απομονώνεται και διαχωρίζεται από το ρεύμα του χρόνου, τελικά καταστρέφεται. Στο σημείο αυτό βρίσκεται το ανεπανόρθωτο: «αν μπορούσε» να φέρει πίσω τη χαμένη στιγμή, αν η Ευρυδίκη μπορούσε να γυρίσει πίσω. Η δύναμη και η διαύγεια των εικόνων δηλώνουν το αμετάκλητο της ανθρώπινης επιλογής.

κι ο χρόνος
ένα μαχαίρι καρφωμένο
στο Τετελεσμένο

Το βάρος της ύπαρξης απαλύνεται με το «Ελαφρύ βήμα». Στον χώρο της μισογκρεμισμένης εκκλησίας κατοικούν ακόμη η μνήμη, η αγάπη, η φαντασία, η ελπίδα. (Η εικόνα σταθερά επανέρχεται στην ποίηση της Μοδινού: γκρεμισμένες βυζαντινές εκκλησίες που διατηρούν όμως ακέραια την πνευματική τους ατμόσφαιρα). Πρόκειται για το έργο του αρχιτέκτονα ο οποίος, όπως και ο ποιητής, δημιουργεί ένα στέρεο έργο των χεριών του. Ανάμεσα στην αρχή και το τέλος της προσπάθειας βρίσκεται "Η ηλικία της πέτρας». Στην προηγούμενη συλλογή η εξιδανικευμένη γυναικεία μορφή φαίνεται να αναζητεί την αναγέννηση «στα μαρμαρένια Ηλύσια, τα Ηλύσια της Τέχνης». Μεγαλύτερη ήταν επίσης η έμφαση στην «Αρχαία Σκηνή», στην αρχαιότητα και τη φιλοσοφία της, καθώς και στην απαθανάτιση μέσω της τέχνης. Η τρέχουσα πραγματικότητα και η μεταφυσική της προέκταση, η αγωνία και το αδιέξοδο βρίσκουν το στέρεο σύμβολό τους στο νέο βιβλίο της Μοδινού, η οποία υποδηλώνει ότι ο έσχατος έρωτας είναι ο έρωτας της μοίρας και ο μετασχηματισμός της. Όλα τα υλικά της ανθρώπινης ζωής ενσωματώνονται στη μνήμη, η οποία αποτελεί τελικά τη μόνη δικαίωση και αθανασία του σώματος.

Καθώς η Ποίηση

Προτείνει στη γυμνή ψυχή ένα σώμα∙
μια κιβωτό του ονείρου στη θέση εκείνου
του περιπαθούς του δοξασμένου που

Τώρα στο λίγο χώμα του χωνεύεται αργά -
λίπασμα μνήμης

Ο τελευταίος στίχος της συλλογής, όταν από τις στάχτες ξαναγεννιέται το πρόσωπο της χαμένης αγάπης. Αυτός είναι και ο στόχος της ποίησης – να δώσει στο χαμένο πρόσωπο τη μορφή της αθανασίας. Η λεγόμενη «υπαρξιακή /μεταφυσική» ελληνική ποίηση κυρίως ασχολείται με το ζήτημα αυτό. Η Μοδινού ωστόσο συνομιλεί δημιουργικά με ένα μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής παραγωγής και αξιοποιεί τις κατακτήσεις της. Παρόμοια και στον επίλογο της συλλογής "Εκεί που τελειώνει..." Δεύτερο τετράδιο (2005) καταλήγει με το θέμα της αιωνιότητας: «Εκεί που τελειώνει η μέρα/εκεί που τελειώνουν όλα/αρχίζει η αιωνιότητα». Ή αλλιώς, το έργο ως λίπασμα μνήμης.

Στυλιανή Παντελιά

Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Πόρφυρας", τεύχος 167, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018.


1 Βλ. Για πάντα. Ποίηση σε επτά Πράξεις, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2012, σ.105 («Τ’ Όνειρο της Πεντάμορφης»): «χωρίς να νοιώσω πώς και πότε βυθίστηκα/ στην έλξη της Σελήνης/στην ηλικία της πέτρας».
2 Η πέτρα παρουσιάζεται στον μύθο της Νιόβης. Βλ. εδώ σε μετάφραση Νίκου Παναγιωτόπουλου (σ.101) το μότο-απόσπασμα από την Αντιγόνη (σ.51) : «’’Έχω ακουστά πως χάθηκε πολύ πικρά/εκείνη η ξένη απ’ τη Φρυγία η κόρη του Τάνταλου/στην κορφή του Σίπυλου την κυρίεψε η πέτρα/βλάστησε μέσα της και σαν κισσός/σφιχτά γύρω της πλέχτηκε». Σύμφωνα με τη Μυθολογία, η Νιόβη καυχήθηκε πως αυτή είχε πιο πολλά και όμορφα παιδιά από τη Λητώ. Ο Απόλλων με την αδερφή του πήραν τα τόξα τους κι έβαλαν στο σημάδι εκείνος τους γιούς της Νιόβης κι εκείνη τις κόρες της, κι έτσι η Νιόβη έμεινε μονάχη κι έρημη στον κόσμο. Ο Δίας ένιωσε λύπηση στη συμφορά της και την έκανε πέτρα, από όπου ακόμα και τώρα τρέχουν τα δάκρυά της (Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, τόμος 2, σ.157κα). Στη λαϊκή παράδοση αναφέρεται «η πέτρα της υπομονής» ή «η μαύρη πέτρα» που ισοδυναμεί με τη λήθη. Η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου στο μυθιστόρημα Ο Άγγελος της Στάχτης, 2001) περιγράφει την Άσπρη Πέτρα που βρίσκεται στις Πύλες του Ήλιου αλλά και τη Μαύρη Πέτρα που ορίζει τις Πύλες του Άδη. Ο πέτρινος ύπνος στον Όμηρο αναφέρεται στον θάνατο. Ο Gaston Bachelard αντίθετα στην Ψυχανάλυση της Φωτιάς επισημαίνει ότι τον «βίαιο, σπάνιο βράχο δεν τον κατεργάζεται η φωτιά. Αυτός που επεξεργάζεται τον βράχο τον αγαπά…» (βλ. το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
3 Pierre Brunel, «Οι ΄΄κλήσεις΄΄ του Ορφέα»: στο βιβλίο Το βλέμμα του Ορφέα. Οι λογοτεχνικοί μύθοι της Δύσης. Μετάφραση Αριστέα Κομνηνέλλη. Επιμέλεια Αθηνά Σοκόλη, Εκδόσεις Σοκόλη, 2007, σ.40
4 Δ.Νικολαρεϊζης, «Μια κριτική», Το πέρασμα του Μηνά Δημάκη, Ursa Minor/Ευθύνη, τόμος 1, 1983, σ.128
5 Εμάνουελ Σβέντενμποργκ, Το Βιβλίο των Ονείρων. Επιλογή-Μετάφραση-Εισαγωγή-Σχόλια Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, Κέδρος 1992, σ.59