Εύα Μοδινού
για το έργο της / επιστροφή

ΕΥΑ ΜΟΔΙΝΟΥ, Η ηλικία της πέτρας, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2017

(απόσπασμα)

[...]
Πέντε είναι οι ενότητες της συλλογής, σαν πέντε πράξεις στην τραγωδία. «Το ποτάμι», «Ο έρωτας», «Η Πέτρα», «Η Έλξη της βαρύτητας», «Ένα ελαφρύ βήμα», ενώ το ποίημα «Ποίηση Ι» λειτουργεί ως Είσοδος και το «Υστερόγραφο» ως Έξοδος. Η Είσοδος μας θυμίζει σε πολλά το «Τα ουράνια μεταξωτά» του Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, πολυμεταφρασμένο στην Ελλάδα και τραγουδημένο, επίσης. Αν είχα τ’ ουρανού τη γαλανή τη φορεσιά, με όλα τα πλουμίδα και τα χρώματα των άστρων του, αυτήν θα έστρωνα κάτω από τα πόδια σου. Μα εγώ που είμαι φτωχός, έχω μόνο τα όνειρά μου. Τα όνειρά μου έστρωσα κάτω από τα πόδια σου. Πάτα ελαφρά γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου. Έτσι περίπου λέει ο Γέητς και η Μοδινού μεταφέρει στα δικά της: «Αν είχα ένα πουκάμισο/ σε σκονισμένο πράσινο/ και παντελόνι απότιστο καφέ/ κανείς δεν θα ’βλεπε το βήμα μου/ μες στις ξερολιθιές μες στις ελιές/ σαν χαμαιλέοντας θ’ αντάλλαζα / τα σχήματα τα χρώματα τα αισθήματα
[…] Όμως δεν έχω πουκάμισο/ σε σκονισμένο πράσινο/ και παντελόνι απότιστο καφέ/ Γι αυτό καρφώνω τη Σιωπή/ ανεβαίνοντας» («Ποίηση» Ι).
Έτσι, λοιπόν, σε χρώματα παραλλαγής, μιας ξερής γης, που τα πάντα καταπίνει, αφομοιώνει, σαν αντίστιξη στα χρώματα του ουρανού του Γέητς, η Μοδινού θα κρυβόταν από τα μάτια του κόσμου. Μα δεν έχει τέτοια φορεσιά. Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, να ξεχάσει ή να προσποιηθεί, δεν μπορεί να μοιάζει με τους άλλους γι’ αυτό καρφώνει τη «Σιωπή», τον θάνατο, το τραύμα, την πληγή.
[...]

Για την περιγραφή-καταγραφή αυτού του τραύματος, η Μοδινού επέλεξε να δοκιμαστεί με τη μεταφορά, αυτήν που υποδηλώνει τα πράγματα, που αγγίζει χορδές ευαίσθητες, απ’ το συγκεχυμένο, το θολό και το ασαφές. «Αμίλητους μας χώνεψε η σιωπή των βράχων» κι όμως η ιστορία ξεκίνησε ευχάριστα: «Ακροβατούσαμε στο χαρμόσυνο φως… οι φωνές μας γυαλιστερές στο ακρόγκρεμνο… Δεν γνωρίζαμε τίποτα για την υψικάμινο του Χάρου». Όλα ήταν εκεί, απειλητικά μα δεν βλέπαμε. Τώρα, εύκολα στρίβει ο νους σ’ εκείνο το «Διάλειμμα χαράς» του Σεφέρη, όπου όλοι ήταν «χαρούμενοι» σ’ εκείνο «το δάσος του Ιούδα», ενώ ο αρχάγγελος γυμναζόταν «με μια πύρινη ρομφαία». Η σιγουριά, είναι η συμφορά που την ανακαλύπτεις όταν θα δεις ότι δεν έπρεπε να την έχεις. Τίποτα δεν είναι σταθερό στα ανθρώπινα. Άγνωστο το τι και το πώς του κάθε ανθρώπου, άγνωστες και οι άνωθεν βουλές «ενώ η ζωή επιστρέφει σχέδια κι ευχολόγια/ αναποδογυρίζοντας την κλεψύδρα της αμετάκλητα-/ γραφειοκράτης της αιωνιότητας». Σ’ αυτή τη γραφειοκρατία συμμετέχοντας, από την ανάποδη της πικρής ματιάς, ο Ελύτης θα πει, «θα αδειάσουμε τη στάμνα θα γίνουμε γλαυκοί δωρητές του πελάγου», ομορφαίνοντας την επιφάνεια της δυστυχίας μας.
Οι στίχοι της Μοδινού εξαϋλώνουν το χειροπιαστό, μεταποιούνται σε φιλοσοφικές σκέψεις, μεταμορφώνονται σε νεκρές φύσεις και με όλους τους τρόπους έκφρασης επιχειρούν την επαναδιατύπωση του άρρητου, τη μεταγλώττιση του πόνου: «Χίμαιρα ασημοκάρφωτη στην ερημιά», «Σ’ ένα τραπέζι πέρδικες/ και ορτύκια - η προσμονή». Η αυτοχειρία είναι βίαιη παρέμβαση στη φυσική ροή: «Πέτρινο το ποτάμι σαν / να ’ταν η κοίτη του αφορμή/ Γύρισε πίσω μόνο του / στην πηγή», κι εδώ η ανατροπή του Ηράκλειτου και η πίστη του Ελύτη «Δεν είναι για να λογαριάζεις … ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια/ Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους». Και οι αφορισμοί: «Η μοίρα είναι μια αθέατη ιεροπραξία∙/ συντελείται ερήμην μας», «Ο ζωντανός νεκρός δεν ανήκει πουθενά». Αυτό το «πουθενά» κρατά στο ανάμεσα, στον χώρο -άχωρο εκείνους που βασανίζονται ακόμα και στον Άδη.
Με αφομοιωμένη την ελληνική ποίηση, πρωτίστως όμως με βιωμένο το πάθος που εκπέμπει η ποίηση αυτή, η Μοδινού αλλάζοντας τους κανόνες, τού δίνει νέα μορφή. «Η λυγερή στον Άδη» είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά ποιήματα, στα οποία μια κόρη ζητά να ξαναβγεί στη γη, να δει τη μάνα, τον πατέρα της, τ’ αδέλφια, τη γενιά της. Σε έναν κόσμο όπου όλα έχουν αναποδογυριστεί η Μοδινού επιχειρεί το δικό της αναποδογύρισμα. Στο δικό της ποίημα δεν είναι η κόρη αλλά οι άλλοι που την παρακαλούν, «Το τραγούδι της νύφης» (δημοτικό), να έρθει πάλι πάνω κι εκείνη αρνείται, δηλώνοντας την κατακόρυφη απαξίωση στον κόσμο που την πλήγωσε και την έριξε στις όχθες του Καιρού.
Ο θρήνος της μορφοποιείται με πρωτότυπη παρομοίωση: «Το κυπαρίσσι συμπαγής κραυγή/ υψώνεται στον ουρανό». Με «Το πάτημα της τίγρης αθόρυβο σαν πεπρωμένο/ επάνω στην αρχινισμένη μέρα», υποδηλώνει το άδηλο μέλλον μας. Από προσωπική εμπειρία έχει κατασταλάξει στο ότι «Το ανεκπλήρωτο είναι μια δίψα ασίγαστη». Από την πέρα όχθη, από τη μαύρη πέτρα θανάτου, ακούγεται, σαν να έρχεται απ’ τον Όμηρο η φωνή της: «Αφήστε με ν’ αναπαυθώ». Όμως η Μοδινού δεν μπορεί, ίσως και να μην θέλει. Πρέπει να έρθουμε στη θέση της. «Το να έρθουμε στη θέση του άλλου είναι μια μακρά επίπονη διεργασία», γράφει στο οπισθόφυλλο. Η ουσία όμως είναι ότι κανείς δεν είναι στη θέση του άλλου. Και η θέση του άλλου μας είναι άγνωστη, όπως άγνωστο είναι κι εκείνο που «ρυθμίζει τη ζυγαριά ενός αυτόχειρα».
Με την κρυφή ευρυθμία στο λόγο τον σεμνό, με φωνή που αντλεί σαν από πέτρινο πηγάδι πέτρινο νερό, η Μοδινού ελέγχοντας καλά τα εκφραστικά της μέσα, μεταποιώντας το πένθος σε ποίημα, δι’ ελέου και φόβου περαίνει τέτοιου παθήματος την κάθαρση.

Ανθούλα Δανιήλ

Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Τα Ποιητικά", τεύχος 27, Σεπτέμβριος 2017.