ΕΥΑ ΜΟΔΙΝΟΥ, Για πάντα – Ποίηση σε επτά Πράξεις, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2012
Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ: Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Υπό το πρίσμα της αιωνιότητας κινείται ο ποιητικός αφηγητής στην ποιητική σύνθεση της Εύας Μοδινού «Για πάντα» (2012). Το βιβλίο επιγράφεται ως «Ποίηση σε Επτά Πράξεις» και αποτελεί το πέμπτο κατά σειράν έργο της ποιήτριας. Η καινοτομία βρίσκεται στην ποιητική διήγηση με τη μορφή αφηγήματος. Αυτή περιστρέφεται γύρω από ένα τραγικό γεγονός όπως είναι ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου -της αδελφής της ποιήτριας- και εξελίσσεται με στοιχεία δράσης-αφήγησης αλλά και θεατρικότητας. Ο αναγνώστης ανακαλεί έργα των Παλαμά, Σικελιανού, Γρυπάρη και των συνοδοιπόρων με αντίστοιχα θέματα και προθέσεις.
Τι απασχολεί την ποιήτρια; Η αιωνιότητα. Αυτή αναζητείται στην επικράτεια της κλασικής αρχαιότητας, στην οποία η απαθανάτιση του τραγικού συμβάντος συνοδεύεται από την ομορφιά -κάτι που δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη μοντέρνα τέχνη- αλλά και από αταραξία και αλυπία. Στην πρώτη ενότητα-πράξη «Ο μύθος του Ανθρώπου» μορφές όπως η Αφροδίτη, ο Ερμής, η Δήμητρα και η Περσεφόνη συνοδεύουν τη νεκρή και λειτουργούν ως ψυχοπομποί. Ανάλογοι είναι και οι χώροι του μουσείου και του νεκρομαντείου που υποβάλλουν την παρουσία του αρχαίου κόσμου. Χαρακτηριστική είναι η ποιητική ανάπλασή του ως περιρρέουσας ατμόσφαιρας και στάσης ζωής. Η αρχαιότητα όμως παρουσιάζεται ως ένα παρελθόν οριστικά χαμένο – με τη μορφή των θραυσμάτων, των ερειπίων, των σπασμένων μελών των αγαλμάτων:
«εκεί όπου ήταν κάποτε οι μαρμάρινοι θεοί μας
σπαράγματα μονάχα βλέπουμε και μέλη
εδώ κι εκεί κάτω από τα βάθρα σκορπισμένα»
Εντελώς διαφορετικά απεικονίζεται η ίδια ιδέα στον Καβάφη:
«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των
διόλου δεν πέθαναν γι’αυτό οι θεοί.»
(Ιωνικόν)
Η διάσπαση της ιδεολογικής ενότητας (με την έννοια της αλλαγής της ιδεολογικής κατεύθυνσης του αρχαίου κόσμου) οφείλεται στην παρέμβαση του χριστιανισμού και στη μετάδοση της αντίστοιχης γνώσης για το επέκεινα του θανάτου που μεταφέρει. Η γυναικεία μορφή ήδη στην πρώτη ενότητα είναι μια Ευρυδίκη, χαμένη στο βασίλειο των σκιών, που ολοένα απομακρύνεται Ο διχασμός του ποιητικού αφηγητή ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν δημιουργεί το αίσθημα της υπαρξιακής αγωνίας. Η διάσπαση αυτή επιτυγχάνεται και με τη χρήση της πλάγιας γραμματοσειράς που ουσιαστικά διαχειρίζεται τη δεύτερη φωνή και δημιουργεί μιαν εντυπωσιακή εναλλαγή προσώπων. Η αποστασιοποίηση επιφέρει εκφραστική ισορροπία που διαφορετικά κινδύνευε να χαθεί κάτω από το βάρος του συναισθήματος. Η ρήξη της ενότητας του εαυτού αποκαλύπτει το πρόβλημα του σύγχρονου ανθρώπου.
«Έτσι άρχισα ν’ αρχειοθετώ τον εαυτό μου
αυτό που υπήρξα ή που θα μπορούσα να γίνω
ή ίσως ό,τι οι άλλοι γύρευαν σε μένα»
Η εξέλιξη ωστόσο της υπόθεσης «Στους θαλάμους του ψυχιατρείου» επαναφέρει στην τρέχουσα πραγματικότητα και στην εξουσία του θανάτου. Σ’ αυτήν την ενότητα υπάρχουν ιδιαίτερα εκτενή ποιήματα. Ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως δεσμώτης της μνήμης και του πεπρωμένου. Η μοίρα του ορίζεται από το σκοτάδι, τον θάνατο, τη σιωπή και την απουσία. Τα πρόσωπα του Δεσμώτη1 και του Ιώβ (χαρακτηριστικό ποίημα για το θρησκευτικό του θέμα και περιεχόμενο) ως πάσχοντα πρόσωπα αρχαίας τραγωδίας «διδάσκουν» με τα πάθη τους. Σημείο εξισορρόπησης αποτελεί η τρίτη πράξη «Αποκαθήλωση» που λειτουργεί ως κάθαρση και προσφέρει διέξοδο έκφρασης στα συναισθήματα της ποιήτριας – πόνος, διάψευση, ματαίωση των ελπίδων, απελπισία. Μελέτη των ορίων ζωής-θανάτου λοιπόν είναι η ενότητα αυτή, «Η Εξουσία του Σκότους», και κατ’ επέκταση όλη η ποιητική σύνθεση. Στα ποιήματα «Ματαίωση», «Καθήλωση», «Αποκαθήλωση» η ζωή ανιχνεύεται μέσα στο ζόφο του θανάτου:
«Ο φοίνικας - Ανάβρα των μικρών πουλιών
θρόϊζε τα γοργά φτερά της άνοιξης
σπαθίσματα φωτός μες στα κλαριά
στην τρυφερή σου την πυκνή καρδιά»
Η πραγματικότητα ωστόσο επιβάλλει τους νόμους της και δέχεται το σκοτάδι:
«..Γιατί ρωτάς λοιπόν το Φως ξανά;
Συνήθεια είναι και το σκοτάδι
Κι η ώρα η ορφανή.
Γιατί ψάχνεις ακόμη τεκμήρια της γιορτής;»
αφήνοντας το Φως ως το μόνο θεατή του τέλους:
«Κι εσύ λιγνέ μου φοίνικα
γιατί ψηλώνεις;
Θαρθεί βοριάς να σου ξεφτίσει
τον πόθο του ήλιου
Ξερό κορμί κι εσύ θα είσαι
του αγέρα
Μόνο το φως θα μείνει
αστραπιαία ν’ αναρριχάται
στα τσαμπιά σου
ν’ αστράφτει στον κυματισμό
της μέρας
ν’ αναμετρά στο βλέμμα μας
τη γύμνια της ψυχής».
Οι πολλαπλές ερωτήσεις έχουν την πηγή τους στο δημοτικό τραγούδι, το οποίο βρίσκεται στο υπόβαθρο του έργου.2 Στην τέταρτη ενότητα του Θρήνου ανήκουν τα κτερίσματα:
«Μα όλα χωρούν στον τάφο μέσα
το θήλαστρο η σφυρίχτρα η κουδουνίστρα
τα πήλινα παιχνίδια η στοργή σου»
Αυθόρμητα ανακαλείται ο στίχος του Σικελιανού από το Μήτηρ Θεού: «Χνούδια και πούπουλα, μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα» (..)
Στην ίδια ενότητα ανήκει και η απουσία (με το ομότιτλο ποίημα) που σκιαγραφείται με δάνειο από αρχαίο επίγραμμα: «Το τέκνο σου (...) / νεκρό στην αγκαλιά σου σφίγγεις / εσύ η νεκρή…» (μουσείο Κεραμικού) και με δίστιχα όπως:
«Κατάπιες όλα τα ξυράφια της τρέλας
όμως δεν ξόρκισες την Απουσία»
Στο πρόβλημα της φθοράς, του θανάτου και της απώλειας η απάντηση φαίνεται να είναι η διάρκεια της Αγάπης (Πέμπτη ενότητα). Υπόκειται η χριστιανική αντίληψη, σύμφωνα με το γνωστό –συνάμα και ποιητικό- απόσπασμα : Ο Ύμνος της Αγάπης, του Απόστολου Παύλου (Α΄ Προς Κορινθίους – ΙΓ΄). Εξίσου σημαντικό ρόλο στο σημείο αυτό διαδραματίζει το γλυπτό του Γιαννούλη Χαλεπά «Το Παραμύθι της Πεντάμορφης». Η εξιδανικευμένη γυναικεία μορφή φαίνεται να αναζητά την αναγέννηση ΄΄στα μαρμαρένια Ηλύσια, τα Ηλύσια της Τέχνης΄΄, μακριά από την εξουσία του θανάτου. Κι εδώ ίσως ν’ αξίζει ν’ αναφερθεί πως ο μακροχρόνιος αγώνας του Γιαννούλη Χαλεπά με τον εφιάλτη της τρέλας, έληξε με την τελική νίκη της γλυπτικής του ιδιοφυίας, αποδεικνύοντας τη λυτρωτική δύναμη της Τέχνης.
Στο «Όνειρο της Πεντάμορφης» (επτά ποιήματα) τα πρόσωπα του γλυπτού συνδιαλέγονται, έρχονται αντιμέτωπα, πάσχουν. Η ποιήτρια μοιάζει ν’ αφουγκράζεται τις ΄΄φωνές΄΄ τους όπως μια ηχώ που αντί να εξασθενίσει, δυναμώνει. Ή όπως όταν η σιωπή των προσώπων σαν πέτρα που πέφτει στο νερό ανοίγει κύκλους, απόηχους μιας οδύνης που επιστρέφει:
«Μη με ξυπνάς!
Δεν θέλω να επιστρέψω στο τριβείο της ζωής
τόσους νεκρούς να συναντώ στην άλικη καμπή
της μέρας
φοβάμαι την επώδυνη Κοσμογονία την Ψυχή μου
που πρέπει να διαβεί τον Άδη
με τη γδαρμένη μου ζωή στους ώμους» (ΙΙΙ)
Η νεκρή αναλογίζεται αντίστοιχα τα γήινα δώρα της νιότης που έχει στερηθεί :
«Άσε με να βυθιστώ στον κεχριμπαρένιο μου ύπνο
το φεγγάρι γεμίζει τόσο γρήγορα
στον πορφυρό μου ύπνο να βυθιστώ
(...) είναι αργά πια έχω χάσει όλες τις ηλικίες της νιότης» (IV).
Η ίδια ωστόσο επιθυμεί να αναχωρήσει, να απελευθερωθεί από τα δεσμά του πόνου και να καταφύγει στη λήθη, στο όνειρο και στη φαντασία. Η δύναμη της αγάπης όμως την ανακαλεί στην οδυνηρή πραγματικότητα από την οποία επιθυμεί να αποσυρθεί:
« Κι εσύ τώρα ένας ίσκιος
στον ύπνο μου πετάς τ' αγκίστρια του ήλιου
(...) απ’ το βυθό του ονείρου βαθιά με ξεριζώνεις
με σέρνεις πίσω στην αρχή της νύχτας» (V).
Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι το θέμα αυτό δίνει απαντήσεις σε όλα τα καίρια ερωτήματα.
«Γιατί η αγάπη μιλά με μια γλώσσα που δεν έχει πώς και γιατί»
και γιατί: «Την Άβυσσο δεν τη διασχίζεις οπλισμένος
με Γνώση Δύναμη Εξουσία
μονάχα με του ταπεινού τη γνώμη
πλυμένος μέσα στο Αίμα σου»
Η αναζήτηση μιας διακειμενικής γλώσσας είναι ορατή στις δύο καταληκτικές ενότητες «Αρχαία Σκηνή» και «Έξοδος», που ολοκληρώνουν την ποιητική αφήγηση. Η εξιστόρηση του τραγικού γεγονότος έχει συντελεστεί και ο κύκλος έχει κλείσει. Όπως η απεικόνιση των μορφών στις αρχαίες επιτύμβιες στήλες, έτσι και το ποιητικό κείμενο διασφαλίζει την αθανασία. Η δικαίωση της νεκρής με την αφήγηση της ιστορίας της μπορεί να επισφραγιστεί με την αέναη επανάληψη της ανάγνωσης.
Στην «Αρχαία Σκηνή» η παρουσία του αρχαίου κόσμου υποβάλλεται με ανάλογους χώρους (αρχαίο θέατρο, νεκροταφείο κ.λ.π.) όπως και στην πρώτη ενότητα. Εδώ ειδικά διαπιστώνουμε σαφέστερα πως «ο φιλοσοφικός στοχασμός στηρίζεται μεν στο βίωμα αλλά προχωρά πέρα από αυτό σε μια φιλοσοφική θέαση της μοίρας του ανθρώπου και γενικότερα του κόσμου. Οι ρίζες αυτής της θέασης-θέσης είναι βαθιές και φτάνουν ως τον αρχαίο κόσμο-την αρχαία τραγωδία»3. Έννοιες όπως η Μοίρα και η Νέμεσις διεκδικούν διαχρονικά την ανθρώπινη ζωή. Ο άνθρωπος βρίσκεται καθηλωμένος στον ζυγό της Ανάγκης – τον αιώνιο κύκλο – και οι ψυχές παρουσιάζονται σε μια διαρκή Νέκυια χωρίς να μπορούν να αναπαυθούν.
Το «Αρχαίο Θέατρο»: «Στα μάρμαρα χνάρια των θρόνων
ζωφόροι σκαλισμένοι
να ισορροπούν τ’ άφθαστο τ’ ουρανού»
ανακαλεί το γνωστό ποίημα του Σεφέρη «Μνήμη Β».
«Μιλούσε καθισμένος σ’ένα μάρμαρο
που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα (..)»
Η γνήσια αγωνία για το πέρασμα του χρόνου που εκφράζεται ήδη στην προηγούμενη συλλογή της Εύας Μοδινού («Εκεί που τελειώνει...», Πρώτο και Δεύτερο Τετράδιο, 2005) μπορεί να συνδεθεί με τη λεγόμενη ΄΄υπαρξιακή ποίηση΄΄. Η επίκληση αναφέρεται στο ανώτερο υπερβατικό ον:
«Ελευθέρωσέ μας από την όχθη όπου κοιτάζουμε το χρόνο:
κίνηση ανάμεσα σ’εμάς και σ’αυτό που είναι αντίκρυ
στιγμιαία – ανείπωτη
ενώ ο μεγάλος ποταμός κυλά.»4
Σχετικό είναι και το ερώτημα από το ίδιο βιβλίο, που έχει σχέση με τους αιώνιους κύκλους της ζωής:
«Πού πάνε οι ψυχές που χάνονται;
Το βρέφος ανοίγει τα βλέφαρα ή είναι το φως που τ’ανοίγει
ο κόσμος βρίσκει νέα αρχή – η αθωότητα είναι έναρξη κοσμογονίας-
κι έπειτα άλλος ένας κύκλος.»5
Μότο της Αρχαίας Σκηνής αποτελούν οι στίχοι του Γιάννη Δάλλα: «και ν’ ακούγεται το σμίλεμα του χρόνου σφυρίζοντας / μες στα πανιά και τις αντένες / της ύπαρξης». Η συνομιλία των κειμένων αποδεικνύει την αιώνια επιστροφή των λογοτεχνικών μορφών σε θέματα και τρόπους που εκφράζουν τα βαθύτατα ζητήματα της ύπαρξης. Ο θάνατος χάνει το νόημά του και αποκαλύπτεται η ουσία της ζωής – η αναζήτηση των καίριων στιγμών καθώς και η ποιητική τους αξιολόγηση. Η αιωνιότητα σύμφωνα με την ποιήτρια, είναι η τέταρτη διάσταση που διαπερνά την ψυχή του ανθρώπου, τη ζωή και την ποίηση όταν ο λόγος που εκφέρεται είναι βαθιά ριζωμένος σε μια μοίρα που επαναλαμβάνεται.
Η τελευταία ενότητα-πράξη «Έξοδος» αποτελεί συγκερασμό του προσωπικού βιώματος με την κοινή μοίρα. Στην ενότητα αυτή ανιχνεύεται ταυτόχρονα και η αγάπη για την καθημερινή ζωή – το εφήμερο. Το ποίημα με τίτλο «Νόστος» μάς προετοιμάζει για το καταληκτικό ποίημα «Έξοδος» και εκφράζει τη μοναχική περιδιάβαση του ανθρώπου στον κόσμο και τις πιθανές της εκδοχές:
«Σ’ εκείνα τα ερείπια της παλαιοχριστιανικής βασιλικής
ένας μονάχος άνθρωπος στην άκρη της θάλασσας
Τι γύρευες;
(...)
Ίσως ζητούσες εκείνες τις πράξεις τις θαμμένες μες στο χρόνο
να ξορκίσεις για να διαβείς το τεντωμένο νήμα της ζωής σου
Ή να πήγες να δεις τα παγώνια του ψηφιδωτού
τους κυνηγούς και τα θηράματα να ταξιδεύουν στη ράχη των αιώνων
ανέπαφα
Ίσως απλά να έφτασες έως εκεί μόνο για να μαζέψεις το ύστερο φως
της μέρας»
Το ύστερο αυτό φως αποτελεί την απάντηση στα υπαρξιακά ερωτήματα – και την ελπίδα. Η ποιητική παράδοση αφήνει τη σφραγίδα της στο βιβλίο αυτό, που έχει μια μοναδική ενότητα προοπτικής. Η ανάγνωση της λογοτεχνικής γραμματείας που προτείνει –΄΄υπό το πρίσμα της αιωνιότητας΄΄ είναι πρωτότυπη και δημιουργική. Οι διακειμενικές αναφορές από τα αρχαία κείμενα, τη θρησκευτική γραμματεία, την κλασική ευρωπαϊκή λογοτεχνία, καθώς και τη σύγχρονη ελληνική ποίηση αποτελούν μια στέρεη βάση. Η περιήγηση στον αρχαίο κόσμο γίνεται εκ των έσω, σαν να πρόκειται για ένα διαρκές βίωμα που ανανεώνεται. Όσον αφορά στα μορφολογικά στοιχεία αυτής της ποιητικής σύνθεσης, διακρίνεται μια ενιαία αντιμετώπιση σε όλα τα ποιήματα και στα συνδετικά τους μέρη (άτιτλα και μη). Δεν ανιχνεύεται η πρόθεση για μορφική ποικιλία (π.χ. θα μπορούσαν κάποια συνδετικά μέρη να αποδοθούν με λυρική πρόζα). Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα «ενιαίο συμφωνικό ποίημα με διαλόγους».6 Η εναλλαγή των φωνών εξάλλου δημιουργεί ένα πρωτότυπο αποτέλεσμα. Αναπτύσσεται με αυτόν τον τρόπο ένας διάλογος ανάμεσα στον αφηγητή και σ’ ένα οικείο πρόσωπο από ΄΄το επέκεινα΄΄. Η μεταβίβαση της γνώσης στον ποιητή από τους προγόνους -ή οικείους- είναι, σύμφωνα με μια άποψη, η απαρχή της ποίησης.
Στυλιανή Παντελιά
Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό «Εμβόλιμον», τεύχος 69-70, Φθινόπωρο 2013-Χειμώνας 2014.
1 ο αναγνώστης ανακαλεί τον Προμηθέα του Αισχύλου σε μετάφραση του Ι.Ν. Γρυπάρη
2 κυρίως η παραλογή «Του Νεκρού Αδελφού»
3 προφορική κρίση του Γιάννη Δάλλα για την εν λόγω ποιητική σύνθεση
4 από το ποίημα «Ο Ποταμός», «Εκεί που Τελειώνει...» - Δεύτερο Τετράδιο
5 ο.π.
6 προφορική κρίση του Βύρωνα Λεοντάρη για την εν λόγω ποιητική σύνθεση