Το αγκάθι που μοσχοβολά
Αυτή η ψηφιδωτή νεροσυρμή
από αστοχίες κι ανεκπλήρωτα
που ρυμουλκεί ένα ανεμόδαρτο πέλαγος
αυτό το φιλί από σμαράγδι αδώρητο
που λάμπει στο στόμα μα δεν γίνεται λόγος
ούτε γέφυρα να διασχίσεις
τη ματαιότητα των ημερών
είναι οι τρόποι της αγωνίας
κι οι τρόποι της αγάπης
Μα οι νεκροί δεν ξυπνούν
από το παραμιλητό του νόστου μας∙
μακραίνουν ταξιδεύοντας
το ακυρωμένο τους παρόν
τ' όραμά τους που δεν έγινε σηματωρός
στα κοφτερά λιθάρια του καιρού
Τη νύχτα πετρώνουν στους ύπνους μας
με το αγκάθι τους μπηγμένο βαθιά
στη μνήμη να μοσχοβολά ακόμη
Πώς θα επιστρέψουμε στην Ιθάκη
μ' αυτά τα πέτρινα φτερά
μ' αυτό το χωματένιο σώμα;