Μυκήνες
Μετά από χρόνια ανεβαίνω στις Μυκήνες
μ' όλους τους ίσκιους της ζωής μου
τ' αντικριστά λιοντάρια μ' αγροικούν στην Πύλη
και στις κυκλώπειες πέτρες παπαρούνες
μικροί κόκκινοι αγγελιαφόροι του θανάτου
Άνοιξη∙ ανθίζουν ταπεινά τα χαμομήλια
κανείς στην πατρική αυλή άδειο το σπίτι
μονάχα ο ήλιος περπατά στην αναβάθρα
καρφώνει τις καυτές σαΐτες στα μαλλιά μου
Η πόρτα των λουτρών μισάνοιχτη ─ ακούω
τον γδούπο τα πελέκια που ανεμίζουν
το δίχτυ το περίφαντο πυκνά πλεγμένο
τα λέπια της ψυχής μου στις ραφές του
Σιωπή∙ ακύμαντος μες στα πηγάδια ο θρήνος
επάνω ο ουρανός ωκεανός που κυματίζει
κι η άλουστη Ηλέκτρα πλάι στο μνήμα
κι ο νεκροζώντανος Ορέστης στο κρεβάτι
Παράξενο να νοσταλγείς το μέλλον
εκείνο τον χρυσό σιτοβολώνα
αρμένιζε ανάμεσα σε δυό βουνά και ήταν
ό,τι ποτέ δεν έζησες σαν να 'χες ζήσει
Παράξενο ν' αγγίζεις το καρφί της μνήμης
τους ίσκιους των νεκρών σου να ξεπλέκεις
τα βρόχια του Άδη το υφαντό της μοίρας
το άπειρο αμφίβληστρο του χρόνου