Ευρυδίκη
Στην πέτρινή σου τη μορφή νυχτώνει
τρέχουν σκιές το γιασεμί ανοίγει
τα λυπημένα λευκά του των νεκρών
Κι εγώ μιλάω σαν να' σουνα ακόμη εδώ
σου κρούω τη θύρα
-Σε ποιό καιρό μεσουρανείς; ρωτάω
-Σε ποιό αστρικό βυθό λικνίζεσαι κοιμάσαι;
Κι ακούω χτύπημα φτερού κι ανατριχιάζω
όπως όταν σημαδιακό πουλί λαλεί τη μοίρα:
-Δεν έχω μέλλον να πουλήσω ή ν’ αγοράσω
Η καρδιά μου όλη χωράει σ’ αυτόν τον τάφο
Κι ο χρόνος μια καδραρισμένη εικόνα
μια μνήμη φοίνικα λιγνού ανεμοδαρμένου
σ’ ένα ουρανό θρηνητικό σαν σουρουπώνει∙
κι ο χρόνος όλος μια στιγμή που εχάθη
...
Σοφά σιωπάς∙
αφήνοντας το γιασεμί να μου μιλήσει
με τ' άρωμά του το πικρό λευκό καθώς βαθαίνει
η νύχτα κι αργοπορώ σκυφτός στο χωρισμό μας
Σοφά σιωπάς∙
τα λόγια χάνονται ξεχνιούνται
ενώ η σιωπή τυραννική στο μεσονύχτι
αιφνίδια καίει την ψυχή καθώς μακραίνεις
σαν Ευρυδίκη ακριβή σαν φάσμα ονείρου