Οφηλία
Οι καλαμιές στον άνεμο λικνίζονται
φορτωμένες ψυχές τα χαράματα
Πάχνη των θρήνων τις σκεπάζει
το αιώνιο γιατί των θυμάτων
η στερνή κραυγή σαν στιγμή καρφωμένη
Και πώς να την ξεκαρφώσω από τα σπλάχνα
αυτό το ηλιόλουστο πρωινό;
Στα μαλλιά της Οφηλίας μικρά πουλιά
τραγουδούν ακόμη κι εκείνη στολισμένη
ρείκια πορτοκαλάνθια ασφοδίλια ταξιδεύει
στο ποτάμι τη σιωπηλή της έκσταση
Ίσως να μού μιλά
Η φωνή της ένας λευκός τσικνιάς πετά
από τον Άδη - σχεδιάζει ακατάληπτα
το αόρατο
Ποιό μυστήριο διηγείται καθώς
ο ήλιος κατεβαίνει βλέμμα το βλέμμα
χρόνο το χρόνο από το χρυσό στο κόκκινο
από το κόκκινο στο ιώδες
έως τον καθρέφτη των ακίνητων νερών
την αχερούσια ροή του αίματος;
Το ποτάμι κρατά καλά τα μυστικά του
μέσα στη λάσπη του βυθού αέναα
τ’ ανασκαλεύει∙
όπως το νόστο των ναυαγών