Λαξεύοντας τον Πέτρινο Ύπνο ή
μπροστά σ’ ένα γλυπτό του Γιαννούλη Χαλεπά
ο Θεατής της Οδύνης:
Μαγεμένη από τις Σειρήνες του Ύπνου της
Η Πεντάμορφη ονειρεύεται
με το σημάδι της Μέδουσας στο μπράτσο της
σαν σφράγισμα της Μοίρας
Κι η Νέμεση πάνω στ' άλογο διασχίζει
Άκαμπτη
τις ώρες
τα χρόνια
την Αιωνιότητα
Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗΣ
Ι.
Ο πυροστρόβιλος του κόσμου λησμονιέται
στην ακίνητη ώρα
στων αηδονιών τ’ ανάλαφρα λιγνά φτερούδια
στις ύστατες μαρμάρινες χειρονομίες αυτών που φεύγουν
γιατί ο θερισμός ήρθε γοργά
αναπάντεχα ήρθε
βρήκε τα μολυβένια πύραυνα της νύχτας
να βουλιάζουν στ’ ανοιχτό μου στέρνο
του έρωτα τις ταυροκεφαλές να λαμπυρίζουν
ολόχρυσες στις σπείρες των ονείρων βαθιά
στον πέτρινό μου ύπνο έσφιγγα ακόμη
στις γροθιές το νήμα της Αριάδνης
για την αγάπη τόχα κάποτε τυλίξει
και τώρα ξετυλιγμένο χάνεται χωρίς την άκρη
μα δεν θυμάμαι πια...
ΙΙΙ.
Άφησέ με μέσα σε μια βαθειά καλντέρα να κοιμάμαι
με τ' ακριβό το χτένι της αγάπης
μέσα στα όνειρά μου που σαν πανιά μαρμαρωμένα
σταθήκανε μετέωρα χωρίς ανέμους
Δεν ταξιδεύει ο ουρανός χωρίς τ' αστέρια
μόνο οι νύχτες ατσάλινες ντύνουν τις ώρες
στις ρίζες του γκρεμού μονάχα οι νύχτες
σταλάζουν το μαύρο ίζημα του χωρισμού
Μη με ξυπνάς!
Δεν είναι η Άβυσσος που με τρομάζει
είναι οι βουερές ωκεάνειες ορμές στο στέρνο
η αιφνίδια Ορογένεση μες στην καρδιά μου
καθώς τινάζεται με βία τρομερή ν’ ανοίξει δρόμο
το μάγμα του ρευστού μου πόθου να κυλήσει
να πάρει σχήμα και μορφή στα ρόδινα ιδανικά
νερά του Χρόνου
Μη με ξυπνάς!
Δεν θέλω να επιστρέψω στο τριβείο της ζωής
τόσους νεκρούς να συναντώ στην άλικη καμπή
της μέρας
φοβάμαι την επώδυνη Κοσμογονία την Ψυχή μου
που πρέπει να διαβεί τον Άδη
με τη γδαρμένη μου ζωή στους ώμους
φοβάμαι το αίμα
μην τύχει και βαρύνει αιφνίδια και ρουφηχτεί
μέσα σε κάποια σκοτεινή απύθμενη Ρωγμή...