ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ
“Später erzählte man:ein Engel kam-.
Warum ein Engel; Ach es kam die Nacht
und blätterte gleichgultig in den Bäumen.”
Rainer Maria Rilke
(Der Ölbaum-Garten)
Και να που ήρθε η ώρα η φρικτή Αγωνία
στο Όρος των Ελαιών χωρίς τ' αστέρια
η νύχτα βαριά Σίδερο στους ώμους
κι οι Άγγελοι μακριά σ’ ένα άλλο Χρόνο
στοιχειά μου νεύουν και πουλιά που τρέμουν
κι οι θρόμβοι αίματος στο μαύρο Χώμα
στάλα τη στάλα η Ζωή αδειάζει
«Όχι το εμόν θέλημα μα το δικό Σου»
μονάχα πες μου πώς θα Σε συναντήσω
σ’ αυτή τη νύχτα που δεν έχει Τέλος
με το φεγγάρι Δρεπάνι να θερίζει
τα σπαραγμένα σπλάχνα μου και τη Μνήμη
σ’ αυτή τη νύχτα που οι φίλοι μου Μακρύναν
κοιμούνται αμέριμνοι κάτω από τα δέντρα
ενώ η σπείρα ανεβαίνει με Μαχαίρια
με ξύλα και πυρσούς μεγάλους Ίσκιους
σε λίγο θα σιμώσει κι ο Προδότης
μ' ένα θερμό φιλί θανάτου θα μ' αδράξει
κρύο χέρι αμείλικτο σαν Πεπρωμένο
«Όχι το εμόν θέλημα μα το δικό Σου»
πες μου όμως πώς θα Σε συναντήσω
όταν όλοι θα φύγουν και θάμαι μόνη
στη μαύρη Κόψη της Καρδιάς που αδειάζει
στο πιο βαθύ Σκοτάδι
Καρφωμένη