Ο ΠΟΤΑΜΟΣ
«καθισμένο στην όχθη να σταματήσει το ποτάμι
... η ανάφλεξη και η καταστροφή και η γέννηση της στιγμής...
που χυμάει τεράστια στην όχθη του χρόνου»
Οκτάβιο Παζ (Το Ποτάμι - μετάφραση Μάγιας – Μαρίας Ρούσσου)
(τμήμα)
Πού πάνε οι ψυχές που χάνονται;
Σε μια στροφή του δρόμου ένα «αντίο» κι έπειτα ο μαύρος ποταμός.
Ίσως πίσω από το βλέμμα μας κουρνιάζουν
κάποτε μας κτυπούν το τζάμι, ατέλειωτη βροχή, ανοίγουμε κανείς.
Ή όταν κοιτάζουμε φευγαλέα εντός μας ένα όριο αδιαπέραστο
στιγμιαία μνημόσυνα, κι έπειτα πάλι μεροδούλι – μεροφάι.
Έπειτα είναι η γη που μυροβολά και καρπίζει, ανεξερεύνητη περισσότερο από τον ουρανό.
Ένα πλατύ στήθος ανεξάντλητο για να ρουφούν το φως της μέρας οι έκπληκτοι νεοσσοί
της καρδιάς μας που δεν αναγνωρίζουν τίποτα.
Μονάχα ανοίγουν τα φτερά τους και φωνάζουν μικρές κραυγές όλο απαίτηση κι ελπίδα.
Δεν είναι εύκολο να τους θρέψεις.
Δεν τρώνε παρά λάμψεις από ήλιο ή από λεπίδι
δεν ξέρουν να τις ξεχωρίσουν.
(...)
Πού πάνε οι ψυχές που χάνονται;
(...)
Ίσως σκορπίστηκαν στην αστροφώτιστη αιθρία του Γαλαξία τη νύχτα εκείνη
πούστειλες ένα σήμα.
Ύστερα, έμεινες να προσμένεις κοιτώντας προς το άγνωστο.
(...)
Με καρφωμένα τα μάτια στο κοίλο της νύχτας περίμενες υπάκουα.
Σιγά-σιγά προσηλώθηκες στο Σύμπαν με την πειθαρχία του αστρονόμου
μελετώντας λεπτομέρειες του αχανούς
σπουδάζοντας ακούραστα το «εκεί» της πεποίθησής σου
ώσπου απορροφήθηκες τελείως από τις μακρινές κινήσεις του
κι έχασες της κάθε μέρας το ασύλληπτο περιεχόμενο.
Σοδειές στοιβάζουμε : ιδού η ζωή μας.
Το ίδιο ισχυρίζονται και οι θεριστές.
Περπατάς κάτω από τα μεγάλα δέντρα
και μέσα σου απλώνει ο ουρανός το άρρητο μεγαλείο του
κορύφωση ρευστότητας
από πού να κρατηθείς;
Στα σπλάχνα σου το αίμα ξεχειλίζει, δονεί τη στάσιμη αιωνιότητα
κύμα τεράστιο μαύρο το αίμα
βαθαίνει την πληγή αδιάκοπα γυρεύοντας δική του μνήμη
μπροστά στο κατώφλι του θανάτου
πυρετός ατελέσφορων έργων
(...)
κι εκείνοι που δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν
έμβρυα μες στη φορμόλη της αυταπάτης τους
αρνούνται ν’ ανοίξουν τα μάτια
να μπουν στον ίλιγγο της κοσμικής σήραγγας
να δουν να γευτούν να νιώσουν την άπειρη πυκνότητα της ζωής.
Α, πανάρχαια ροή, βέλος και στόχε μαζί
σπρώξε μας στ’ όριο της μνήμης το μέλλον μας να θυμηθούμε!
(...)
Πού πάνε οι ψυχές που χάνονται;
Το βρέφος ανοίγει τα βλέφαρα ή είναι το φως που τ’ ανοίγει
ο κόσμος βρίσκει νέα αρχή -η αθωότητα είναι έναρξη κοσμογονίας-
κι έπειτα άλλος ένας κύκλος.
(...)
και οι ψυχές που χάνονται ίσως να μένουν πάντα εδώ
κι εμείς να μην τις βλέπουμε
καθώς κοιτάζουμε το «πριν» και το «ερχόμενο»
χείμαρρους ορμητικούς που μέσα μας συγκλίνουν
μας συντρίβουν ενώ πασχίζουμε να μείνουμε ακίνητοι.
Το βρέφος ανοίγει τα μάτια του στο φως
του χαμογελά, το εμπιστεύεται
και βυθίζεται εντός του σαν νάναι λίκνο του Θεού.