ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΣΣΩΠΗ
Ψυχές, γαλήνιο πράο αμέριμνο κοπάδι
μ’ ένα βαρκάρη οδηγό στα έλη της λίμνης
αλαφροπάτητες ελάτε
στον κάμπο της Κασσώπης
στο αρχαίο Ωδείο
χίμαιρες αργυρόηχες σκορπίστε.
Μακραίνει πια ο φοβερός ο κρότος
στο Κάστρο των Ρωγών στο μοναστήρι
ο Ιωσήφ συνάντησε στο Κούγκι
τον Σαμουήλ με τους πέντε Κλέφτες
κι ο ορίζοντας κυλούσε ορμή ιλίγγου
το άσπρο μαντήλι της τελευταίας γυναίκας
αργοκυμάτισε στον γκρεμό του Μυροβλήτη.
Απόκρημνη ησυχία˙
έσχατος ουρανός του Ζάλογγου – η πτώση
και το ελαφρύ αγέρι, η αφή του...
Πρόβατα βόσκουν στο πρυτανείο τώρα
πεσσοί σπασμένοι, κιονόκρανα στα θάμνα
στο ακρόγκρεμνο Σουλιώτισσες χορεύουν
ενώ οι ψυχές τους ξεχύνονται στα βράχια.
Κόκκινα στίγματα ιστορίας στην πέτρα.
Οι αρχαίοι γενάρχες στα μουσεία με τα σπαθιά τους
μ’ ακόμη αντηχούν φωνές
στα ερείπια
μνήμη ανέμου διασχίζει τους αιώνες
γούρνες φωτός αρδεύουν τις ματιές μας
μ’ αστραπιαίες σπάθες λιχνίζουνε τα χρόνια
όπως λιχνίζει ο έρωτας στις καρδιές μας
στιλπνότητες περιστροφής ονείρων.
Α, δειλινά του κόσμου
και νεκροί μου
ελάτε πίσω να ραμφίσετε το χρόνο!