ΜΟΝΑΞΙΑ ΙΙ
Χειμώνας είναι ένα γυμνό πλατάνι
που μαυρίζει γνέθοντας τη σιωπή τ΄ ουρανού.
Είναι η ανεμική της μνήμης σε λιμάνι
που λησμονήθηκε από τα πλοία.
Οι πετρωμένοι κάβοι στο μουράγιο
η έρημη ακτή
ένας μονάχος άνθρωπος που καρτερεί
ανοίγει τα παράθυρα και μπαίνει
θολή η γραμμή ορίζοντα άδειου
υφάδι θύμησης που πάγωσε.
Χειμώνας είναι τούτη η προσμονή που πάγωσε
μπροστά στη μαύρη θάλασσα
κι ούτε μια σπίθα
στο κρύο, στη σκοτεινιά ούτε μιά σπίθα.
Μονάχα η θάλασσα
ήσυχη νύχτα ανεξερεύνητη
μονάχα η θάλασσα...