ΟΡΦΕΑΣ I
Ι.
Θάθελα νάλυνα τα μαλλιά μου στο στήθος σου
σαν ήλιος σπάνιος
να χόρταινα τα διψασμένα ελάφια του έρωτα
στο νάμα που σπιθίζει μες στα μάτια σου
ν’ άφηνα όλα τα πορφυρογέννητα φωνήεντα
στις άκρες των χειλιών σου.
Μα όρμησε μέσα μου η άβυσσος
καθώς σιωπούσες
γύρισα να σε δω
η στρόφιγγα του χρόνου έκλεισε
κοσμογονία της ψυχής
και χάθηκα μες στη σκιά σου
που μάκραινε για πάντα.