ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΟΡΥΚΤΟ
Μ’ ένα κορμί ενέχυρο του Παραδείσου
εξερευνάς μια χούφτα νύχτας
όπως οι νύμφες τον μύθο των λαμπτήρων.
Κάτω από την άγρυπνη βουλή Του
εξερευνάς την «κατ’ ομοίωσιν εικόνα»
στα ξαφνιασμένα χνάρια των ψυχών.
Μ’ αναρριχητικά «γιατί» της Πανσελήνου
κι ακόρεστα «πεινώ», «διψώ» και «θέλω»
λησμονημένος στο φως ή τη σκιά.
Μονάχα κάτω από τ’ αρμυρίκια
τον ουρανό θυμάσαι, τ’ άλλο σώμα
πολύτιμο ορυκτό στο κόσκινο Αγγέλων
και υψώνεσαι στα μάτια μιας σαύρας καφετιάς
που ετούτη την Ανάληψη σαν ένα καθημερινό
συμβάν μες απ’ τις πέτρες βλέπει.