Το ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω
πήρε τα σπασμένα κλαριά
πήρε τα πουλιά που τρεμοπαίξαν στις όχθες του
τη θύμηση πήρε του πικρού σου στόματος
και χύθηκε κάτω από την κόκκινη γέφυρα
απ’ τα λευκά μας χέρια πέρα
μάκρυνε
από τ’ άδεια μας χέρια :
γλυμμένες πέτρες που αναπηδά το νερό
που ούτε τις παίρνει μαζί του
ούτε τις αφήνει έξω από την αφρισμένη ροή
από την ψυχή μας μάκρυνε
γεμάτο από λευκή ρευστότητα
γεμάτο από το στραφτάλισμα του ήλιου
γεμάτο από εκείνη την ορμή
την ορμή που δεν γυρίζει πίσω...