Οι λύκοι σου ανοίξανε τα σπλάχνα στην πηγή
Δεν ήπιες
Ο τρόμος σου ξασπρίζει στο ποτάμι
Στρέφεις τα ορθάνοιχτα σαγόνια στην αυγή
οι άδειες κόχες σου ακολουθούν τ’ αστέρια
Πίσω τα τύμπανα του καταρράχτη δεν σταματήσαν τα θεριά
Τ’ αυγό της πέτρας έφραξε το στόμα του νερού
και οι σπίθες της ορμής τινάχτηκαν στα σύννεφα
Στο χείμαρρο κύλησε η στερνή κραυγή
Τώρα κάθεσαι κι ακούς το άλλο βουητό
Η μαύρη τρίχα σου απαγκιάζει
Μακριά ο αέρας, πολύ μακριά κινεί τη χλόη
και τα μπουμπούκια βιάζονται ν’ ανοίξουν
Του δίσκου ο ήλιος δεν γυρίζει πια
στάθηκε∙
Μ’ εκείνη την έκπληξη στάθηκε
και σου λευκαίνει
τα δόντια και τα κόκκαλα