Η πόλη ως "κέντημα"
Οι αναμνήσεις κεντούν τον χρόνο ή τον χώρο;
Οδοιπορικό στην καρδιά της Αθήνας
Η πόλη ως "κέντημα".
"Κέντημα" αναμνήσεων, συνειρμών, διαθέσεων, στοχασμών, ποιημάτων.
Ένα κομπολόι μνήμης καθώς συμπλέκεται το παρελθόν με το παρόν σ' ένα αξεδιάλυτο κράμα. Γιατί όταν θυμάσαι κάτι "σαν να ήταν χθες" ενώ έγινε πριν από χρόνια, η ροή του χρόνου αλλάζει, το "τότε" γίνεται "τώρα" και αντίστροφα. Έτσι θυμόταν και η μάνα μου κάποια από αυτά που θα σας διηγηθώ.
Αλλά ας ξεκινήσουμε το οδοιπορικό μας στο χώρο που μας δόθηκε στον χάρτη για να τον "κεντήσουμε".
Στην καρδιά της Αθήνας, πίσω από την πρόσοψη της βιβλιοθήκης του Αδριανού, υπήρχε μια πολύβουη μικρή γειτονιά - το κάθε σπιτάκι και η ιστορία του. Σ' ένα από αυτά τα σπιτάκια γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε την Κατοχή και τον Εμφύλιο, η οικογένεια της μάνας μου.
Το σπιτάκι αυτό ήταν το τελευταίο που κατεδαφίστηκε πριν από τις ανασκαφές του 1970-19801. Το πρόλαβα κι εγώ και το θυμάμαι σαν σε όνειρο. Είχε ένα μονόζυγο έξω στην αυλή, όπου οι θείοι μου κάνανε τ' "ακροβατικά" τους. Σαν να τους βλέπω ακόμη.
Η μάνα μου είχε μάθει λίγα αγγλικά και έλεγε στους τουρίστες που προσπαθούσαν να καταλάβουν που ανήκε η επιβλητική πρόσοψη του κτιρίου, ότι ήταν η βιβλιοθήκη του Αδριανού. Με τις ανασκαφές του Τραυλού και τις συστηματικές ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1988 στο χώρο, βρέθηκαν τα ερείπια τριών βυζαντινών εκκλησιών, του 5ου, του 7ου και του 12ου αι. Αυτή η τελευταία ήταν και η πρώτη μητρόπολη της Αθήνας.
Στην δεξιά πλευρά της πρόσοψης της βιβλιοθήκης (όπως την βλέπουμε από την πλατεία) είχε χτιστεί η Εκκλησία του "Αγίου Ασώματου στα Σκαλιά", τον 12ο αι. Είχε αυτό το όνομα γιατί ήταν αφιερωμένη μόνο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ2. Η τοιχογραφία που έχει διασωθεί και φαίνεται ακόμη, είναι η προσευχή στη Γεθσημανή και Άγιοι σε στηθάρια. Πολλές φορές είχα ερευνήσει την τοιχογραφία αυτή, προσπαθώντας να συμπληρώσω με την φαντασία μου τα κομμάτια που έλειπαν. Η ιστορία είναι ένα πάζλ που έχει ανάγκη την μνήμη για να καλύψει τα χάσματά της. Ή η μνήμη έχει ανάγκη την ιστορία για να καλύψει τα δικά της.
Η γειτονιά ήταν γνωστή σαν "Παλιά Στρατώνα", γιατί εκεί, το 1835, επί Όθωνος, είχε χτιστεί το συγκρότημα του Στρατώνα πεζικού και ιππικού. Στο τέλος του 19ου, αρχές 20ου αι. ο Στρατώνας άλλαξε χρήση. Έγινε φυλακή, η οποία κατεδαφίστηκε το 1916.3 Η μάνα μου με τ' αδέλφια της και τα παιδιά της γειτονιάς παίζανε κρυφτό στα χαλάσματα. Σ' έναν από τους τοίχους της φυλακής ένας φυλακισμένος είχε γράψει στίχους από ένα τραγούδι της εποχής για κάποιο περιώνυμο φονικό. Η φόνισσα ήταν η Φούλα, που μαζί με την μητέρα της είχε σκοτώσει τον άντρα της. Και οι στίχοι ήταν: "Καημένε Αθανοσόπουλε τί σού' μελε να πάθεις / από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις!"
Περιδιαβαίνοντας τον περιφραγμένο χώρο της βιβλιοθήκης στην οδό Δέξιππου, είναι η εκκλησία των Ταξιαρχών, γνωστή ως "Γρηγορούσα". Η ονομασία αυτή καθιερώθηκε από τα θαύματα της Παναγίας. Ένα από αυτά μου διηγήθηκε και η μάνα μου. Πριν από τον πόλεμο, ένας συμμαθητής της στο δημοτικό, είχε αρρωστήσει βαριά και οι γιατροί δεν δίνανε ελπίδες. Τότε σε μια τελευταία προσπάθεια οι δικοί του ζήτησαν κι έφεραν την εικόνα της Παναγίας από την εκκλησία στο δωμάτιο του παιδιού. Την ίδια μέρα το παιδί έγινε καλά και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης ήταν απλοί και ταπεινοί.
Συνεχίζοντας την περιήγησή μας, περνάμε από τους Αέρηδες. Εκεί κοντά είναι και το τούρκικο χαμάμ. Θυμάμαι πάλι, μια διήγηση της μάνας μου. Εκεί, στην Κατοχή, δυο εθελόντριες, η Θάλεια και η Αριάδνη Λεκκού, καθαρίζανε τα παιδάκια από τις ψείρες κι έπειτα τα τάιζαν. Η μάνα μου τις βοηθούσε. Ήταν πλούσιες ερυθροσταυρίτισσες κι είχαν διαθέσει όλη την περιουσία τους για να σώσουν από την πείνα όσα παιδιά μπορούσαν. Σκοτώθηκαν και οι δυο μαζί ενώ μετέφεραν κουβέρτες και τρόφιμα. "Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά"4, όπως λέει ο ποιητής.
Ανεβαίνοντας στην Λυσίου, βλέπουμε σ' ένα μπαλκόνι μια αρχαία Κόρη μ' ένα μαγιάτικο στεφάνι. Αγαλματοποιημένη προσμονή - το στεφάνι ξερό πια, ωστόσο διατηρεί μια άφθαρτη χάρη. Η Άνοιξη θα επιστρέφει πάντα...
Το βλέμμα του αγάλματος μάς ακολουθεί, σχεδόν θλιμμένο. Σαν να ζητά να ελευθερωθεί από το αποξηραμένο του τρόπαιο. Στο νου μου έρχονται οι στίχοι από ένα δημοτικό τραγούδι:
"Κι αν ανατείλεις ήλιε μου, να γοργοβασιλέψεις
για θα υγρανθούν οι αχτίδες σου από τα δάκρυά μας"5.
Λίγο πιο κάτω σ' ένα τοίχο, γκράφιτις. Χαρά, λύπη, οργή, αδιέξοδα, επανάσταση. Οι τοίχοι δεν χωρούν πια τα συναισθήματα.
Διασχίζουμε την Αδριανού και φτάνουμε στην Ναυάρχου Νικοδήμου, στο εκκλησάκι της Αγίας Ειρήνης, στο "Ρινάκι της Πλάκας". Είναι σαν ένα μικρό λιμάνι, σχεδόν αθέατο, στο πέλαγος της καθημερινότητας. Πολύ εύκολο να το προσπεράσεις χωρίς να το δεις.
Επιστρέφουμε περνώντας από τον Άγιο Ελευθέριο και το σπίτι της Αγίας Φιλοθέης, το πιο παλιό σπίτι της Αθήνας, όπως λέει και η επιγραφή.
Στους τοίχους του Αγίου Ελευθερίου αρχαία σπαράγματα ενσωματωμένα αβίαστα. Όπως και η ιστορία της ανθρωπότητας. Η μια εποχή μέσα στην άλλη, η μια γενιά μέσα στην άλλη. Αν και υπάρχουν κάποτε ρήγματα. Άνθρωποι που δεν μπορούν να απαγκιστρωθούν από τα τραύματά τους, γενιές που δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με την ιστορία τους.
Φτάνουμε στην πλατεία Ηρώων του Ψυρρή. Κοιτάζω ψηλά. Τα γκράφιτις με πολιορκούν. Το ένα θα το ονόμαζα: "Το μαύρο γέλιο" ή "Το γέλιο του μαύρου ουρανού". Γιατί τα πρόσωπα που γελούν διάπλατα είναι σαν μάσκες. Και το μαύρο φόντο στραγγίζει τον χώρο γύρω από τα γελαστά πρόσωπά τους. Κάποιες φορές, η χαρά είναι μια μάσκα. Την φοράς όπως και τη λύπη. Ωστόσο πάντα υπάρχει η ελπίδα μιας αληθινής μικρής έστω ευτυχίας στην ζωή μας. Έστω κι αν η γέννησή της έχει το δικό της μερτικό στην Άβυσσο.
Το άλλο γκράφιτι θα το ονομάσω: "Το μηχανικό λουλούδι". Ένα λουλούδι της εποχής μας. Έχει ζωντανά χρώματα. Ίσως να είναι και ωραίο. Πού προσφέρεται άραγε;
Συνεχίζουμε το μικρό οδοιπορικό μας και φτάνουμε στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Μπαίνουμε μέσα στον ναό. Μαζί μας μπαίνει σαν ένα φάντασμα κι ένα νέο παιδί. Ζητά χρήματα για τη δόση του. Περπατάμε και δίπλα μας πνίγονται άνθρωποι σε αθέατα σπήλαια. Μέσα τους. Δεν τους βλέπουμε ή κι αν τους δούμε, δεν μπορούμε να τους βοηθήσουμε.
Από μια πλαϊνή πόρτα βγαίνουμε στην αυλή ψάχνοντας το κελί του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη6. Βλέποντάς το, συνειδητοποιώ ότι ο Άγιος των γραμμάτων μας έζησε με το τίποτα. Πιο φτωχικό δωματιάκι δεν μπορούσα να φανταστώ. Μικρό, πνιγηρό, κακοφωτισμένο. Έπιπλα δεν χωρούν. Μονάχα τ' απαραίτητα, ίσως ούτε κι αυτά. Η πολυτέλεια και η άνεση έννοιες άγνωστες. Μια γκλαβανή οδηγεί στο μικρό πατάρι. Εκεί υπάρχει ένα στρώμα. Και η εικόνα του Χριστού στον τοίχο.
Ο Παπαδιαμάντης, όταν πληρωνόταν για τα κείμενα που δημοσίευε, ξοφλούσε την ταβέρνα όπου έτρωγε και τα υπόλοιπα χρήματα τα έδινε στους φτωχούς. Δεν κρατούσε ούτε μια δραχμή για ώρα ανάγκης. Και πέρα από το συγγραφικό του έργο, υπάρχει και το μεταφραστικό. Είχε μάθει αγγλικά και γαλλικά με μέθοδο άνευ διδασκάλου. Έτσι μετέφρασε το 'Έγκλημα και Τιμωρία" του Ντοστογιέφσκι, στη δική του απαράμιλλη παπαδιαμαντική γλώσσα (Εκδόσεις "Ιδεόγραμμα").
Το μικρό οδοιπορικό μας τελειώνει. Οδοιπορικό που ξεκίνησε στο χώρο που μας δόθηκε και κατέληξε στο χρόνο των αναμνήσεων. Ίσως τελικά, περιδιαβαίνοντας στην πόλη να "κεντάμε" τις αναμνήσεις μας.
Στην οδό Σαρρή, σ' ένα φυλάκιο parking, κοιτάζω τα τελευταία γκράφιτις, δεξιά και αριστερά από το παράθυρο του φύλακα. Αριστερά ένα ζευγάρι ερωτευμένων εφήβων ανταλλάσσει τα φιλιά του μέσα σ' ένα ειδυλλιακό κήπο. Δεξιά οι σκελετοί τους αγκαλιασμένοι σε μια νεκρόπολη ονείρων.
Είναι άραγε ο έρωτας μετά θάνατον; Όπως τα στιχάκια φλαμένκο ενός ανώνυμου ποιητή: "Μετά δέκα χρόνια από τον θάνατό μου / που το σκουλήκι τίποτα δεν θά' χει αφήσει / θα μένει ένα γραφτό στα κόκαλά μου / πόσο πολύ σ' είχα αγαπήσει".
Ή εκείνο που διηγείται ο Καρυωτάκης στον "Ονειροπόλο" (ΙΙ), ένα από τα περίφημα σουρεαλιστικά πεζά του, περιγράφοντας ένα χορό μεταμφιεσμένων: "Έπειτα έγινε το πιο απροσδόκητο. Οι χορευτές έχασαν το λογαριασμό τους. Ενώ έπρεπε να υπολογίσουν ακριβώς πόσα χρόνια είχαν υποχωρήσει προς το παρελθόν, για να μπορέσουν να ξαναγυρίσουν και να βρουν την προσωπικότητά τους, έβλεπε κανείς πως είχαν γελαστεί. Ανεπανόρθωτα γελαστεί.[...] Οι τέσσερεις γυναικείοι σκελετοί, θανάσιμα κομψοί, επήγαιναν προς τους αντρικούς κι έπειτα επέστρεφαν με μελαγχολική χάρη, σα ν' αναγνώριζαν το λάθος τους. Οι καβαλιέροι σταματούσαν, και το κρανίο τους εβάραινε στη γη, ενώ ψηλά με ηλεκτρικά γράμματα που άναβαν κι έσβηναν, ήταν γραμμένο: ΑΠΟΚΡΕΩ 2027."
Ίσως γιατί "Ο Χρόνος εδούλευε ελεύθερα ανάμεσά τους, τρώγοντας κάθε στιγμή κάτι από τη φτωχή τους ύπαρξη."7
Και πώς μπορεί να σταματήσει κανείς τον χρόνο στις πολύτιμες ώρες της ζωής του που φεύγουν ανεπίστρεπτα; Άραγε αυτό λοιπόν είναι η ζωή; Η αρχιτεκτονική Στιγμών μες στις σχισμές του Απείρου;
Κοιτάζω ψηλά. Η Ακρόπολη σ' ένα γλυκό φως. Πριν το δειλινό όλα φωτίζονται παράξενα. Σαν να πρόκειται για την τελευταία φορά. Ίσως είναι η στιγμή του απολογισμού. Ένα μεταίχμιο ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Η τελευταία ώρα πριν από την νύχτα. Ο χρόνος που αναδιπλώνεται. Σαν μια παράσταση που τελειώνει. Όπως στους στίχους του Σεφέρη:
"Αλλά πού θα είσαι τη στιγμή που θά' ρθει / εδώ σ' αυτό το θέατρο το φως;"8
Εύα Μοδινού
Το κείμενο γράφτηκε στα πλαίσια του Εργαστηρίου "Η πόλη ως κέντημα" (οργάνωση: Βίκυ Παναγιωτοπούλου) και δημοσιεύτηκε με τις αντίστοιχες φωτογραφίες, στο https://activcitylab.wordpress.com/
1 Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν από τους W. Doerpfeld και Στ. Κουμανούδη (1885-86). Άλλες ανασκαφές έγιναν από τον L. Laurenzi της Ιταλικής Σχολής, τους Α. Ορλάνδο, Ι. Μηλιάδηκαι Ι. Τραυλό (1942, 1950). (Από το φυλλάδιο: "Ρωμαϊκή Αγορά - Βιβλιοθήκη Αδριανού -Σύντομο ιστορικό και περιήγηση", Έκδοση Ένωσης Φίλων Ακροπόλεως)
2 Από το όνομα του κτήτορά της Μιχαήλ Χαλκοκονδύλη (ο.π.)
3 Μέσα στην βιβλιοθήκη του Αδριανού υπήρχαν αρκετά κτίσματα βυζαντινά, εποχής τουρκοκρατίας και νεώτερων χρόνων (γινόταν και παζάρι) τα οποία κατεδαφίστηκαν. (ο.π.)
4 Σεφέρης/
5 το παραφράζω λίγο. Το αυθεντικό είναι: "για θα' γρανθούν οι αχτίδες σου απ' των σκλαβών τα δάκρυα".
6 Μετά από παρότρυνση της Γαρυφαλλιάς που γνωρίζει τα κατατόπια.
7 Καρυωτάκης "Ονειροπόλος" (Ι)
8 από τα "Τρία κρυφά ποιήματα"