ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ
Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της πληροφορίας και κατακλύζεται από τις ραγδαίες εξελίξεις στους τομείς της επιστήμης, η ποίηση αναζητά το δικό της χρόνο και χώρο.
Το ποιητικό «υλικό» - που για να παραχθεί, να συντεθεί και να μεταδώσει την ουσία του, απαιτεί, και από το δημιουργό και από τον συνδημιουργό αναγνώστη, εσωτερική σιωπή και συγκέντρωση, καλείται να επιζήσει μέσα σε μια φρενίτιδα υπερδραστηριότητας και υπερκατανάλωσης.
Και γεννάται το ερώτημα: μπορεί να επιβιώσει η ποίηση έξω από την πνευματική ατμόσφαιρα που είναι αναγκαία για την πρόσληψή της; Και επί πλέον, πρέπει να μεταμορφωθεί έτσι ώστε να ταιριάζει στην ταχύτητα και στην εξωστρέφεια των καιρών ;
Οι περισσότεροι νέοι της εποχής μας είναι σύγχρονοι σκλάβοι ενός συστήματος που τους θέλει να δουλεύουν νυχθημερόν κάτω από την απειλή της ανεργίας και του ανταγωνισμού της παγκοσμιοποίησης και δεν έχουν την πολυτέλεια της διαύγειας που χρειάζεται για να αφομοιωθεί ο πυκνός νοηματικά και συναισθηματικά λόγος της ποίησης. Σαν αντίβαρο σ’ αυτή την απώλεια προσφέρεται μια ποικιλία χειροπιαστών ανέσεων και μετρήσιμων ευκολιών και κυρίως η αυταπάτη ότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα παρά η επιλογή ανάμεσα σ’ αυτές. Είναι μεγάλες οι πιέσεις που ασκούνται μέσα σ’ αυτή την σύγχρονη δουλεία που ωθεί διαρκώς στην ανάγκη εκτόνωσης-κατανάλωσης και αντίστοιχα στην υιοθέτηση ενός γλωσσικού περιβάλλοντος εύκολου, επιφανειακού, χωρίς απαιτήσεις εμβάθυνσης. Αυτή είναι άλλωστε και η συνταγή που υιοθέτησε και υιοθετεί η πλειοψηφία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, περισσότερο ή λιγότερο προσαρμοζόμενα στους νόμους της αγοράς.
Στον αντίποδα αυτών των πιέσεων αναπτύσσεται από κάποιους ποιητές ένα ποιητικό «καταφύγιο» που στηρίζεται στην αλληλοαποδοχή αναγνωρίσιμων κωδίκων. Οι κώδικες αυτοί, ωστόσο, ανακυκλώνονται μέσα σ’ ένα μικρό κύκλο δημιουργών, παραμένοντας ανενεργοί. Πιθανόν αυτό συμβαίνει είτε γιατί αυτοπεριορίζονται στον διανοητικό μονόδρομό τους είτε γιατί ο προβληματισμός τους δεν είναι ευρύς, με την έννοια ότι δεν αγγίζει τον πυρήνα του αιώνιου υπαρξιακού δράματος. Σαν να έχουν αποκοπεί από την κοινή πηγή των οραμάτων και πλέον ο καθένας ν’ αντιμετωπίζει το μυστήριο της ζωής και του θανάτου περισσότερο με ατομικό παρά με ομαδικό πνεύμα. Άλλη μια παράμετρος της εποχής μας που δεν μπορούμε ν’ αγνοούμε: η απομόνωση «εις τα ίδια».
Ωστόσο το αίτημα για λόγο πνευματικό, άρα οικείο στη βαθύτερη υπαρξιακή μας υπόσταση, αυξάνεται σιωπηλά, σχεδόν αθέατα. Κι αυτό το αίτημα δεν μπορεί να βρει διέξοδο ούτε σε αναλώσιμες εικόνες, ούτε σε κλειστές οριοθετήσεις. Άλλωστε υπάρχουν φορές που η συναλλαγή της αγοράς είναι τόσο κραυγαλέα ώστε να γίνεται αντιληπτή η εχθρότητά της προς οποιοδήποτε πνευματικό περιεχόμενο, ενώ οι ποιητικές φόρμες που αντλούν κυρίως από την αυταρέσκειά τους, δημιουργούν ένα ήθος φαρισαϊκό και γι’ αυτό πιο επικίνδυνο.
Ίσως αυτό το αδιέξοδο να προφήτευε, στηλιτεύοντας συγχρόνως το φαρισαϊσμό, ο Μπωντλαίρ ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, λέγοντας : «η μηχανοποίηση θα μας έχει τόσο αμερικανοποιήσει, η πρόοδος θά’χει τόσο καλά ατροφήσει σε μας όλη την πνευματική μας υπόσταση, που τίποτα ανάμεσα στα βλάσφημα και αιματοβαμμένα όνειρα ή τα αφύσικα οράματα των ουτοπιστών, δεν θα μπορεί να συγκριθεί με αυτά τα θετικά αποτελέσματα.»*1 Και συνεχίζει ο «καταραμένος» ποιητής: «Γιατί υπάρχουν πράγματα στον άνθρωπο, που δυναμώνουν και ανθίζουν, όσο άλλα εκφυλίζονται και λιγοστεύουν και, χάρη στην πρόοδο αυτών των καιρών, δε θα σου μείνουν από τον εσωτερικό σου κόσμο παρά μόνο τα εντόσθια! Αυτοί οι καιροί είναι ίσως πολύ κοντά ποιός ξέρει μάλιστα αν δεν ήρθαν κιόλα, και αν η φυσική παχυδερμία μας δεν είναι το μόνο εμπόδιο που δεν μας αφήνει να εκτιμήσουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπνέουμε.»
Μα αν, τελικά, ποιητική δημιουργία είναι «η αιώνια χειρονομία που ανεβαίνει από τα βάθη των καιρών»*2, αν, όπως είπε ο Ρίλκε «καλλιτέχνης θα πει: να μη μετράς, να μη λογαριάζεις… να ξέρεις να προσμένεις ξένοιαστος και γαλήνιος, σα νά’χες μπροστά σου την αιωνιότητα»*2, τότε η ποίηση δεν μπορεί από τη φύση της να υποταχθεί σε νόμους συναλλαγής.
Κάποιοι ίσως πουν πως αυτή είναι μια ρομαντική αντίληψη, έξω από τη νέα πραγματικότητα που επιβάλλει το δικό της διαπραγματευτικό πλαίσιο. Εξ άλλου, αυτή είναι και η πρόκληση για τους ποιητές: να μορφώσουν έργο που θα μπορεί όχι μόνο ν’ αντέχει αυτές τις πιέσεις, αλλά και να επιβληθεί σ’ αυτές. Ας σκεφτούμε λοιπόν: υπάρχει κάτι αδιαπραγμάτευτο μέσα στον ποιητικό λόγο; Μπορεί η ποίηση, υιοθετώντας κατάλληλα τεχνάσματα, να εκφράσει τη δραματική καθημερινότητά της; Είναι επαρκής η επιλογή ενός έξυπνου τρόπου για να μεταδοθεί το βαθύ περιεχόμενό της; Ή μήπως δεν είναι πια αυτός ο προορισμός της ποίησης και το μόνο που αρκεί είναι η δήλωση του δράματος με οποιοδήποτε τρόπο μπορεί να θεωρηθεί σύγχρονος και επαναστατικός;
Ακόμη κι αν ισχύει αυτό, γεννάται ακόλουθα το ερώτημα: Μπορεί η υιοθέτηση μιας επίκαιρης και ανατρεπτικής μανιέρας να δώσει πνοή στην ποίηση; Ή τελικά, μια τέτοια μανιέρα εξαντλείται σε τεχνικές μόρφωσης του υλικού της τόσο, ώστε ο λόγος να χάνει την πηγαία του δύναμη; Μήπως, εν τέλει, η επιλογή μιας τέτοιας στάσης είναι ένας εύκολος δρόμος, ένας συμβιβασμός, που δεν μπορεί να αποδώσει καρπούς στο μέλλον, γιατί δεν παράγει λόγο ικανό να σταθεί αντίκρυ στο χάσμα των εποχών που ανοίγει ραγδαία και ίσως ανεπίστρεπτα;
Από την άλλη πλευρά, «η συναίσθηση πως είσαι δημιουργός… ανείπωτα όμορφη και πλήρης, μόνο και μόνο επειδή την πλημμυρίζουν πανάρχαιες θύμησες από καρποφορίες και γεννοβολήματα εκατομμυρίων υπάρξεων»*2 ξεπερνά εξ ίσου τις αυτάρεσκες ποιητικές ανακυκλώσεις που έλκονται διαρκώς πίσω στον εαυτό τους, μη μπορώντας ν’ αγκαλιάσουν τον κοινό τόπο υπαρξιακής αγωνίας και να φτάσουν έως τις καρδιές των ανθρώπων. Ξεπερνά, επομένως, κατά πολύ και όσους εμμένουν σε ό,τι είναι γνώριμο και αποδεκτό από αυτήν την αυταρέσκεια.
Ποιός θα είναι άραγε, ο μελλοντικός αναγνώστης ποίησης;
Και πώς θα διασωθούν οι μελλοντικοί ποιητές ανάμεσα σ’ αυτές τις Συμπληγάδες;
Άραγε θα υπάρξουν στην εποχή μας ποιητικά έργα -κιβωτοί, παρακαταθήκες- για τους νεώτερους, που θα πυροδοτήσουν νέες δημιουργίες; Θα υπάρξουν έργα που θα αναζητούν «τη λόγχη την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά... για να την ανοίξει στο φως.»*3;
Ίσως τα σημεία των καιρών μάς ξεπερνούν, προορισμοί και νοηματοδοτήσεις που θεωρούσαμε δεδομένες κλονίζονται, ωστόσο πάλι ας αναρωτηθούμε : τί θα μείνει από όλα αυτά; Τί θα μείνει από όλους τους συμβιβασμούς με την τρέχουσα εποχή ή από τις μεθοδευμένες κινήσεις των ποιητών για να ενταχθούν κάπου και τις απογοητεύσεις των υπόλοιπων που μένουν απ΄ έξω; Όλα αυτά, αφού δώσουν την πρόσκαιρη φλόγα τους, έπειτα θα αφήσουν μονάχα τη στάχτη τους.
Μήπως εν τέλει, το έργο που διασώζεται από τις Συμπληγάδες του καιρού του είναι εκείνο που διατήρησε την αγάπη και το σεβασμό στη μυστική Πηγή που το έφερε στο φως; Και οι ποιητές που διασώζονται μέσα από το έργο τους, είναι όσοι αγωνίζονται να παραμείνουν ανυπόκριτοι και ακέραιοι απέναντι στη Χάρη που τους δόθηκε; Εκείνοι που αναλαμβάνουν, κάποια στιγμή στη ζωή τους, την ευθύνη και τη θυσία που απαιτεί μια τέτοια ειλικρινής στάση; Τηρώντας το «μη σφόδρα δάκνου τοις λυπηροίς. Α γαρ αν ήττον λυπώμεθα, ήττον εστί λυπηρά.» Γιατί οι πρόσκαιροι πάντα «μικρά συριούσιν,...,είτα καταδύσονται και τη αληθεία και τω καιρώ πολεμούμενοι»*4.
Ο χρόνος, ο οποίος είναι και ο τελικός αληθινός κριτής κάθε έργου, δουλεύει πάντα υπέρ των πνευματικών νόμων. Αιώνες τώρα αποδεικνύει πως αυτό που μένει, όχι απλά καταγεγραμμένο σε μελέτες, αλλά πηγαίο μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, αυτό που γίνεται μοχλός δημιουργικός και καταλύτης, παραμένοντας ζωντανά αποθησαυρισμένο στη μνήμη της ανθρωπότητας, είναι το έργο εκείνο που περνώντας τη δοκιμασία της φωτιάς του καιρού του όχι μόνο δεν κατ-αναλώθηκε, αλλά φανέρωσε την αντοχή και τη λάμψη του πραγματικού χρυσού.
21-3-2006
Εύα Μοδινού
1 από το βιβλίο «Η καρδιά μου γυμνή» στην εισαγωγή της Εύας Μυλωνά, που μετέφρασε τα 20 Πεζά Ποιήματα του Charles Baudelaire (Εκδ. Ίκαρος).
2 από τα «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» του Rainer Maria Rilke, σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη (Εκδ. Ίκαρος).
3 από το Δ΄-Πάνω σε μια Χειμωνιάτικη Αχτίνα του Γιώργου Σεφέρη (Τρία Κρυφά Ποιήματα, Εκδ. Ίκαρος).
4 Από επιστολή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, το 376, με αφορμή την καθαίρεσή του τελευταίου από τους επικρατούντες τότε στην εξουσία αιρετικούς. (Εκδ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά – Θεσ/νίκη).
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευθύνη», τεύχος 449, Μάϊος 2009.