Εύα Μοδινού
για το έργο της / επιστροφή

ΕΥΑ ΜΟΔΙΝΟΥ, Η ηλικία της πέτρας, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2017

(τμήμα)

Όταν η ποίηση θωρεί και επιχειρεί να διαχειριστεί το πλήγμα, το τραύμα ή απλά το γεγονός του θανάτου, τότε, με τα λόγια της ποιήτριας, «η μανία της επιθυμίας είναι μια μέγγενη» (σελ.74)

Εν αρχή ην ο λόγος του τίτλου της συλλογής. Η ηλικία της πέτρας. Τον αναζητώ στα ποιήματα της συλλογής, αλλά πριν από αυτό, το αναγνωστικό βλέμμα ελκύεται από την αινιγματική αφιέρωση: «σ’ αυτούς που φεύγουν «περίλυποι έως θανάτου και σ’ εκείνους που μένουν...» . Αφήνω τη φράση σε μια άκρη του μυαλού και δεν αργώ να εντοπίσω τον τίτλο στο Σαιξπηρικών τόνων ομότιτλο μακροσκελές και αυτοβιογραφικό, τολμώ να εικάσω, ποίημα της 4ης ενότητας της συλλογής με τίτλο «Η έλξη της βαρύτητας», ποίημα το οποίο θεωρώ ότι ουσιαστικά συμπυκνώνει το θεματικό πυρήνα της ποιητικής συλλογής της Εύας Μοδινού: Το πένθος της απώλειας που έχει ως αφετηρία του το γεγονός του θανάτου και δη μέσω της αυτοχειρίας: Παραθέτω μικρό απόσπασμα του ποιήματος:
«Δεν είμαι ούτε παιδί ούτε νέα ούτε γριά/ Έχω την ηλικία της πέτρας/ Την τρυφερότητα ενός ευάλωτου νηπίου/ Την ακαμψία ενός ζωντανού νεκρού//...// Στο βυθό του αίματος λουφάζει μια λαγνεία/ θανάσιμη - το Έρεβος// -Καλύτερα να μην είχα γνωρίσει ποιος είμαι/ Να μην είχα γίνει αυτό που μ’ έκανε η Πράξη,/ είπε ο Μάκβεθ»  (σελ. 74-75)
Με όχημα το συμβολικό κώδικα ως ποιητική πράξη και αλληγορικό πρόσχημα το πανάρχαιο υλικό της πέτρας, το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται σε διάλογο με τον εαυτό του και με το υπαρξιακό ζήτημα του οικείου μας κόσμου, σε μια προσπάθεια να αισθανθεί και να αποτυπώσει το ανείπωτο, αυτό που δεν αναπαρίσταται, αφού το γεγονός του θανάτου και το βίωμα της απώλειας το εξαναγκάζει –ως πάσχουσα ψυχοσωματική οντότητα– σε μια, συχνά άνευ όρων, παράδοση στον αναστοχασμό, οργανώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο µία εσωτερική ψυχική σχέση, µία σχέση νοσταλγίας που βρίθει ερωτηματικών (και ερωτημάτων) σε σχέση µε το απολεσθέν πρόσωπο/αντικείμενο μέσω της αυτοχειρίας. [...] Διαβάζουμε στο αινιγματικά διαφωτιστικό οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Τί είναι αυτό που ρυθμίζει τη ζυγαριά ενός αυτόχειρα πριν από τη μοιραία απόφαση; Μπορούμε ποτέ να μάθουμε πραγματικά; Το να έρθουμε στη θέση του Άλλου είναι μια μακρά, επίπονη διεργασία, όπως όταν δουλεύει κανείς ένα σκληρό πέτρωμα πασχίζοντας ν΄ αποσπάσει μια μορφή», αλλά η επιτυχία του εγχειρήματος παραμένει αβέβαιη, αν και σύμφωνα μα τον Gaston Bachelard στην Ψυχανάλυση της Φωτιάς «οι μακρές εργασίες είναι απαλές», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Οι 5 ενότητες της συλλογής φέρουν τους τίτλους: «To ποτάμι», «Ο έρωτας», Η πέτρα, «Η έλξη της βαρύτητας» και «Ένα ελαφρύ βήμα», ενώ οι εν λόγω ενότητες περικλείονται από τα ποιήματα «Ποίηση Ι» και «Ποίηση ΙΙ», τα οποία σηματοδοτούν δομικά την αρχή και το τέλος μιας ιστορίας, όπου το ζεύγος έρωτας-θάνατος λειαίνεται υπομονετικά, όπως η πέτρα από τη ροή του ποταμού υπό το κράτος της ροής του χρόνου, έως ότου μια υποψία ελπίδας, (η ανακομιδή της ελπίδας θα τολμούσα να πω) με «Βήμα ελαφρύ» ανασκάπτεται διστακτικά, αλλά και επιτακτικά ταυτόχρονα. «Μην τη διώχνετε!» προτρέπει εμφατικά η ποιητική φωνή στο ποίημα με τίτλο «Ελπίδα ΙΙ», γιατί «Για να γίνει αγάπη πρέπει πρώτα να θρυμματιστεί/ από τη φυγόκεντρο της ορμής της// Ίσως τότε να επιστρέψει στην ξερή κοίτη της καρδιάς/ το ποτάμι...» (σελ. 91)

Νομίζω ότι αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο πως ανά τους αιώνες, οι δύο πρωταρχικές ορίζουσες της ανθρώπινης πολιτισμικής δραστηριότητας και καλλιτεχνικής δημιουργίας δομούνται από, ή περιστρέφονται, γύρω από το γνωστό δίπολο έρως και θάνατος. Αλλά πώς να αποδεχτεί αρχικά κάποιος τον έρωτα του θανάτου και πώς να λειάνει το πετρώδες οξύμωρο αυτής της συνύπαρξης; Στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, και συγκεκριμένα το 1929, ο Sigmund Freud έθεσε, μέσω μιας σειράς μελετών του, τις βάσεις της ψυχανάλυσης ως θεραπευτικής μεθόδου και έφερε τα πάνω κάτω στον τρόπο που ο σύγχρονος άνθρωπος αντιλαμβάνεται έννοιες όπως η συνείδηση και η σεξουαλικότητα. Στο σύγγραμμα Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας (Das Unbehagen in der Kultur), ο Freud ασχολήθηκε με τη θεμελιώδη σύγκρουση μεταξύ του πολιτισμού και του ατόμου, [...]
«Ίσως πάλι αυτό που με οδήγησε εκεί να σύριζε/ στο αίμα μου - ο αρχαίος όφις από γενιά σε γενιά/ σαν κατάρα// Ή μια παρόρμηση να ελευθερώσω τη βία/ των αισθήσεων - τα φιμωμένα ορμέμφυτα» («Η έλξη της βαρύτητας», σελ. 72).
Το 1919 ο Freud δημοσιεύει το περίφημο άρθρο του για το Ανοίκειο (“Τhe Uncanny”), στο οποίο αναφέρεται στον αμφιλεγόμενο όρο «ενόρμηση θανάτου» (death drive), [...] Η ζωή, ωστόσο, μέσα στις πολιτισμικές συμβάσεις, μπορεί να είναι επώδυνα ζωντανή που φορές δεν αντέχεται κι αυτή είναι, τρόπον τινά, η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης/τρια από το, σχεδόν άστικτο, ποιητικό κείμενο της Μοδινού, αφού τα στιγμιότυπα της όποιας ρέουσας ζωής που παρεισφρέουν, τελικά υπονομεύονται από την συνεχή παρουσία/απειλή του θανάτου.

Νεκροψία

Η θηλιά ήταν τόσο περίτεχνη και εύθραυστη
ώστε ο Ιατροδικαστής αναγκάστηκε να μιλήσει
για τη μέθη τ' ουρανού πριν την ασφυξία

(σελ.71).
Το θαύμα της ζωής ως άχθος και ως τραύμα, τόσο ζωντανό και επώδυνο που γίνεται ανυπόφορο, μέσα από τις συμβάσεις του συμβολικού συστήματος και του ανθρώπινου πολιτισμού παραμένει, ωστόσο, ανοιχτό:

«Δεν ξέρω αν η επιθυμία ή η ανάγκη μάς σκοτώνει/ Το ανεκπλήρωτο είναι μια δίψα ασίγαστη/ Κι η αγάπη ένα κρύσταλλο πολυεδρικό εύθραυστο/ Αιφνίδια έσπασε μέσα μου και βρέθηκα/ να περιστρέφομαι γύρω από ένα Κενό»

(Καλειδοσκόπιο, 69).
Και παρά το γεγονός ότι ως αντίρροπη δύναμη του θανάτου, εκείνη η άλλη, Ο έρως, δηλαδή, αναζητεί να συνθέσει όλο και περισσότερη ζώσα ουσία, η ορμή του θανάτου αντιπαρατίθεται αυτής της προσπάθειας. Και όσο περισσότερο το ένστικτο του θανάτου είναι διάχυτο στον κόσμο, τόσο περισσότερο το γεμάτο συμβάσεις και απαγορεύσεις Υπερεγώ κατευθύνει την οργή του ενάντια στον εαυτό. Κι αυτό διότι οι άνθρωποι δεν είναι στατικά όντα, αλλά μάλλον το αποτέλεσμα μιας δυναμικής επεξεργασίας συνειδητών και ασυνείδητων ενδοψυχικών δυνάμεων, οι οποίες τους ωθούν άλλοτε να ζήσουν και να απολαύσουν την ζωή και άλλοτε να προκαλούν συγκρούσεις και να καταστρέφουν τα επιτεύγματα τους. Κι ενώ κατ’ ουσία είμαστε συναισθηματικά όντα, εσωτερικά διχοτομημένα, αλλά παράλληλα, και πλάσματα δημιουργικά και πολύπλοκα με την ανάγκη της επιθυμίας να μας διακατέχει, αν αυτή η τελευταία πάψει να υφίσταται, η αδειοσύνη, η έλλειψη, το κενό και το ανεκπλήρωτο κυριαρχούν και διαφεντεύουν και:

«-Η αδειοσύνη είναι τελικά χειροπιαστή/ ενώ η πληρότητα άπιαστη όπως το Σύμπαν/ που διαστέλλεται για να χωρέσει το Κενό,/ είπες και ρίχτηκες στην άβυσσο/ [...] / Άλλωστε ποιός φτάνει έως την καρδιά του άλλου/ ή έστω έως τη δική του την καρδιά;»

(«το Κενό», σελ. 16).

Μέγα παράδοξο του πολιτισμού αποτελεί το γεγονός ότι, ενώ είναι ένα εργαλείο το οποίο ο άνθρωπος επινόησε για να προστατευτεί από την οδύνη, αυτό το ίδιο φαίνεται να αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή οδύνης για τον επινοητή του. Αν και ο Freud αναρωτιέται σε τί χρησιμεύει η κοινωνία αν δεν μας κάνει χαρούμενους, εν τούτοις παραδέχεται πως ο πολιτισμός οφείλει να μειώνει την ανθρώπινη ηδονή έτσι ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να διαχειρίζονται τα τραύματα του πολιτισμού τους μέσω της μετουσίωσης των ενστίκτων σε χρήσιμο έργο, σε πολιτιστικά υποκατάστατα, αλλά κι αυτή ακόμα η μετουσίωση της επιθυμίας δεν αποδίδει πάντα το απόλυτο ζητούμενο, εξ ου και η ανάγκη να κάνουμε συχνά την καρδιά μας πέτρα (καθόλου τυχαία η μεταφορά) μπροστά στο αδιέξοδο, στο ανεξήγητο της ορμής του θανάτου:

Ανακομιδή

Αυτή η φωνή - ηχώ
ανεμοδείχτη σκουριασμένου

ίσως να' ναι η φωνή εκείνου που
σαν χθες ξεπροβοδίζαμε στο κοιμητήρι

Πώς έτρεμε σε κάθε φύσημα του ανέμου
γυρεύοντας ένα λόγο μια συγγνώμη

Έπειτα έφυγε ακροπατώντας στη σιωπή του
και τώρα ετούτα τα γυμνά οστά στο χώμα

Κι ο ίσκιος που' γειρε ξαφνικά πάνω στην πλάκα
σαν να' ψαχνε θλιμμένα τη μορφή του

(σελ.86)

Επιστρέφω, κλείνοντας, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, όπου τίθεται το εξής ερώτημα: «Η ποίηση μπορεί να φωτίσει την πληγή της ψυχής που έγινε ένας τέτοιος βράχος;» η απάντηση ίσως να είναι αμφιταλαντευόμενα θετική. Με τα λόγια της ποιήτριας:

«Αυτό που είμαστε και δεν το γνωρίζουμε/ το αποτύπωμα που αφήνουμε ανυποψίαστοι/ αλλάζει αθόρυβα αδιάκοπα ασύλληπτα/ στον αόρατο καμβά της αιωνιότητας// Αν μπορούσε να ξεκρεμάσει το σώμα της/ να κατεβάσει τ’ αγκυλωμένα της χέρια/ να γυρίσει πίσω όπως μέσα σ’ έναν καθρέφτη/ το είδωλο στο πρόσωπο... //Όμως μ’ ένα πυρακτωμένο στεφάνι στο κρανίο/ έτρεξε έξω από το μέλλον της/ στην αχανή ελπίδα»

(σελ. 78, «Η έλξη της βαρύτητας»)

Άννα Κουστινούδη

Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Φρέαρ" (ηλεκτρονικό), 20 Νοεμβρίου, 2017
(εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Εύας Μοδινού στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης στις 14 Μαΐου 2017).