Εύα Μοδινού
κριτικογραφία / για την ποιήση του Γ.Δάλλα / επιστροφή

Η ΛΕΟΝΤΗ ΤΗΣ ΓΕΝΕΘΛΙΑΣ ΓΗΣ ΕΠΑΝΩ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

Η «Περίακτος» του Γιάννη Δάλλα είναι μια ποιητκή αυτοβιογραφία που ξεκινά από το μέλλον με την έλευση μιας νέας ύπαρξης στον κόσμο -της νεότερης εγγονής του ποιητή- και τελειώνει στο ζοφερό παρόν –ίσως αυτό που ζούμε ήδη- με το ποίημα «Κυκεών».
Ο κορμός της Συλλογής χτίζεται με θεατρικές υπομνήσεις, τις Παραβάσεις, όπου ο ποιητής «εισάγει το εαυτού πρόσωπον» και μέσα από ενότητες με έντονα σκηνικά χαρακτηριστικά, εξ ου και ο τίτλος: «Περίακτος» (ο μηχανισμός που περιστρέφεται στη θεατρική σκηνή και αλλάζει τα σκηνικά).
Ήδη από την πρώτη ενότητα ο αναγνώστης μεταφέρεται σ’ ένα ιδιαίτερο μεταφυσικό χωρόχρονο στη γενέθλια γη του ποιητή, και την διατρέχει μέχρι την τελευταία ενότητα παράλληλα με μια χειροπιαστή ανελέητη πραγματικότητα.
Θ’ αναρωτιόταν κανείς πως μπορεί να συμπλεύσει επιτυχώς η μεταφυσική πολύχρωμη διάσταση της ζωής ταυτόχρονα με το αδιάκοπο δούναι και λαβείν της καθημερινότητας. Όμως πιστεύω πως αυτή ακριβώς είναι η αρετή της ποίησης του Γιάννη Δάλλα : η ύπαρξη ενός διάστικτου μεταφυσικού χωρόχρονου επάνω στο στεγνό, άχρωμο και σκληρό αγώνα της καθημερινής επιβίωσης. Έτσι ο ποιητής καλύπτει όσους διαγκωνίζονται επάνω στην πολιτική σκηνή του ευτελούς, με τη πολύχρωμη λεοντή της γενέθλιας γης∙ ρίχνει ένα μανδύα μεταφυσικό, πλούσιο σε φυσικές εικόνες, αρχέγονους συνειρμούς και ιστορικές υπομνήσεις, επάνω σε μια κοινωνία που λησμονεί, εθελοτυφλεί και χάνει το συλλογικό της όραμα. Ο λόγος ωστόσο παραμένει καταγγελτικός, σφυροκοπώντας την αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό που θα μπορούσε να είναι ο Άνθρωπος και σ’ ό,τι τον εξαχρειώνει τελικά.
Ισχυρός σύμμαχος στη σύμπλευση του μεταφυσικού χωρόχρονου με το πολιτικό γίγνεσθαι και συγχρόνως καταλύτης είναι ο Ιστορικός χρόνος, ο οποίος αποτυπώνεται εύστοχα μέσα από τη γειωμένη ματιά του ποιητή. Παράδειγμα η εξαιρετική δραματική κορύφωση στο ποίημα «Θεόδωρος Αγγελοδούκας» της πρώτης ενότητας:
«Του ανέσπασαν το στέμμα τον φραγγέλωσαν
ξερίζωσαν τις κόρες των ματιών του
και τώρα επαρχιώτης αυτοκράτορας
να σκύβει πάνω από την όχθη
κι απ’ τις κώχες του
να κατεβάζει ο στοιχειωμένος Άραχθος
αίμα και δάκρυα ανάμικτα στη θάλασσα»

Στην πρώτη Παράβαση που ακολουθεί (Βίος και Πολιτεία) ο Γιάννης Δάλλας μας μεταφέρει στο πολιτικό χωνευτήρι των καιρών μας. Εδώ η Ιστορία περιστρέφοντας τον σκηνικό της χώρο, περιδινεί αδιάκοπα τα όνειρα και τις ψυχές των ανθρώπων. Γιατί ο άνθρωπος έχει πάντα ανάγκη το όνειρο και παρασύρεται στη δίνη αυτής της αδήριτης ανάγκης. Αυτή τη δίνη περιγράφει εύστοχα ο ποιητής ανασύροντας το σκοτεινό κόσμο της ζούγκλας, τον κόσμο των ενστίκτων, όπως στο περίφημο ποίημα «Η Ραψωδία του αίλουρου». Θ’ αναρωτηθεί κανείς γιατί αυτή η κάθετη κατάβαση στο χώρο των ενστίκτων για να τονιστεί κάτι τετριμμένο σχεδόν όπως είναι η ροπή του ανθρώπου για ευμάρεια και πλούτο, ροπή που υποστηρίζεται από τον ορθολογισμό. Όμως τα όρια ανάμεσα σε μια φυσική ροπή που ζητά ικανοποίηση και στο αδιάκοπο αίτημα της φιλαυτίας συχνά συγχέονται και εξαφανίζονται. Εξαιρετικό παράδειγμα της σύγχυσης αυτών των ορίων είναι το αιλουροειδές της πολιτικής -ο ταγός, όχι ο απλός οπαδός- που δεν χορταίνει ποτέ την αγιάτρευτη πείνα του, την απληστία του, που σαν μεταδοτική ασθένεια επιμολύνει όλους όσους έρχονται σ’ επαφή μαζί του ή τους αφήνει ένα ίχνος ανεξάλειπτο:
«Έχω το πέρασμά σου σ’ όλη την αφή μου αίλουρε
καθώς κάτω απ’ το δέλτα των λαγόνων μου
πέρασε κάποτε και γλίστρησε
ένα βαθύ ποτάμι από σκιρτήματα
αφή βελούδου κι από τη δορά βαθύτερα
μια τρικυμία από επιθυμίες κι ύστερα
διαγκωνισμοί στη χλωροφορμισμένη μέρα»

Με απαράμιλλη τεχνική ο αίλουρος θ’ απογυμνώσει τα θύματά του από τα όπλα τους, θα τα μεταμορφώσει σε «ανθρωποειδή αναρριχώμενα» κι άλλα θα τα μετατρέψει σ’ όμοια μ’ αυτόν «αιλουροειδή με τους πυρσούς στα χέρια», ο μέγας αίλουρος περιδιαβαίνοντας την πολιτεία των ιδεών θα την μεταμορφώσει πάλι σε ζούγκλα. Αγρυπνώντας ο ποιητής προειδοποιεί: «Καιρός να βγω στην αγορά και να κηρύξω καινούργια έγερση θυμάτων κι οραμάτων».
Και η αναζήτηση αιτίας και αποτελέσματος με ποιητικούς όρους πάντα, συνεχίζεται στην επόμενη ενότητα, με τους Ιστοριόμυθους («Από κρημνά σ’ άλλα κρημνά»). Αλλάζοντας σκηνικό ο Γιάννης Δάλλας επιστρέφει στη γενέθλια γη, εκεί όπου τα φρούρια γίνονται «αντηχεία της ιστορίας» για ν’ αντλήσει από την Ιστορία και περισσότερο από το παρασκήνιό της. Έτσι στο καίριο ποίημα «Απειρωτάν» -νόμισμα του Κοινού των Ηπειρωτών- η Ιστορία μοιάζει σαν μια γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον που ο ποιητής μπορεί να διατρέξει και από τις δύο κατευθύνσεις, εντείνοντας την αίσθηση της αδιάσπαστης συνέχειας της Ιστορίας:
«Το νόμισμα
Το γυάλισε με το μανίκι κι έλαμψε
με την καινούργια επιγραφή: Απειρωτάν

Το γύριζε στις Τράπεζες…Καμμιά
δεν δέχονταν να το πριμοδοτήσει
Τα σύμβολά σας στα Μουσεία, του’ λεγαν
Δεν είναι σύμβολα…Είν’ η αρχαία συνταγή
μιας νομισματικής κοινής πολιτικής -»

Και συνεχίζει, δείχνοντας πόσο γυμνό είναι το τοπίο της Ιστορίας και το διακύβευμα του πολιτισμού όταν επικρατούν:
«(Καιροί πτωχεύσεων καιροί της Αγοράς
η Ενωμένη Ευρώπη φύλλα και φτερά
ο σώζων εαυτόν σωθήτω)

Κι οι συνταγές σας στον Καιάδα, απάντησαν».

Στην ίδια ενότητα ο ποιητής ανατρέχει και στην πρόσφατη ιστορία του τόπου, στον Εμφύλιο, ιχνηλατώντας τις πληγές που κακοφόρμισαν :
«το αίμα φλέβα σκοτεινή και κατακόκκινη;…

Έτσι είναι όταν σκάει ο ήλιος τα χαράματα
πίσω από κείνα τα βουνά, του εμφυλίου…»

και φθάνει έως την σύγχρονη εποχή όπου με πόνο βλέπει τη γενέθλια γη να έχει αλωθεί από τους «Επιβήτορες της Πόλης» και τον κυνισμό της εποχής μας που ύψωσε τόσα «καπούλια οικοδομών κι απ’ τα μαστάρια της να ρέει κόκα κόλα». Μα πέρα απ΄ όλα αυτά υπάρχει πάντα ο αγαπημένος οικείος τόπος του ποιητή, γεμάτος ωστόσο από «το αίμα των αθώων και τις Εριννύες των στρατοδικών», με τη σπηλιά του γδαρμένου ήρωα -του μητροπολίτη Λάρισας Διονύσιου που κήρυττε πρόωρα την Επανάσταση στο υπόδουλο γένος- ν’ «αχνίζει ακόμα από την εκδορά του».
Στη δεύτερη Παράβαση («Ο Ποιητής σε Νέες Περιπέτειες») μα και στην τρίτη Παράβαση («Απόλογοι») μέσα σε λίγα σύντομα πυκνά ποιήματα ο Γιάννης Δάλλας διατρέχει τον προσωπικό του Χρόνο της Ποίησης, σαν να είναι «Χρόνος-διώρυγα / κι ανάμεσα / οι αναγνώστες μαύροι / κωπηλάτες». Σ’ αυτή τη διαδρομή ο ποιητής ξιφουλκεί άλλοτε με τους αναγνώστες: «Μη μου αναιρείς τη μαγική τεχνοδομή / …ανάδελφέ μου ανόμοιε ανυποψίαστε / καννίβαλε αναγνώστη;» παραπέμποντας Στον Αναγνώστη του Μπωντλαίρ: «Ω Υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου, αδελφέ μου!» («Τα Άνθη του Κακού»). Κι άλλοτε ξιφουλκεί με τη μούσα του: «χαμοπετούμενη Καλλιόπη η μούσα μου / μ’ αποκριάτικα φτερά / ψαλιδισμένα…»∙ ωστόσο χωρίς να χάνει την πίστη του στην Ποίηση και τη ζωή:
«Αυτή η βαθιά νεροφαγιά είν’ η ζωή μου
που γδάρθηκε από τις κατεβασιές του χρόνου
κι απ’ την αντιπέρα όχθη να μου γνέφει η Μούσα
- Ποιητή μου, μη μου καρδιοσώνεσαι»

Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο Παραβάσεις (αυτοσυστάσεις θα λέγαμε του ποιητή στους ανάδελφους ή μη αναγνώστες) παρεμβάλλεται η ενότητα «Κορυφώ» («Σημειώσεις ενός Ερημίτη του Ιονίου») όπου ο Γιάννης Δάλλας συνδιαλέγεται με τον Διονύσιο Σολωμό, ιχνηλατώντας την παρουσία του στην Κέρκυρα (Κορυφώ). Και μέσα από αυτήν την ιχνηλασία ψαύει το ρίζωμα της Ποίησης –ό,τι ανεκτίμητο πρόσφερε ο εθνικός μας ποιητής στις μελλοντικές γενιές- εκεί όπου η ψυχή του περιδιαβαίνει ακόμη τα στενά της Κέρκυρας, με «την εικόνα του ζωντανεμένη και «εις τον πάτο της εικόνας / η Ελλάδα πάντα με το μέλλον της» / (Η Μεγαλόψυχη Μητέρα / o altra cosa)».
Στην τελευταία ενότητα «Στην Αστρική μας Γειτονιά» («Έξοδος») ο ποιητής διατρέχει την τελική του γέφυρα από το παρελθόν στο μέλλον και από το μέλλον στο παρελθόν ταυτόχρονα, ενισχύοντας την αίσθηση ενός κυκλικού χρόνου. Ήδη από το πρώτο ποίημα «Κοσμοδύτες», ο πανάρχαιος μηχανισμός των Αντικυθήρων, ο αρχαίος υπολογιστής, συνδέοντας κάποια χαμένα κομμάτια του παζλ της Ιστορίας, εκβάλλει στο αστροφυσικό μέλλον της ανθρωπότητας, εκεί όπου ο άνθρωπος εξακολουθεί ν’ αναρωτιέται όπως και στην αρχαία εποχή:
«Μες στο σκοτάδι του σύμπαντος
τί είμαι;
είμαι μετεωρίτης είμ’ άνθρωπος;

Μια φωτεινή λωρίδα με ξετυλίγει»

Ο ποιητής δεν γνωρίζει την απάντηση, ωστόσο ξέρει πως είναι «σίτος θεού» και σπουδάζει να αλεσθεί «δεινότατα» για να υπάρξει πάλι σε μια άλλη νομοτέλεια («Πάτμος»). Και κλείνει η περιδιάβαση «Στην Αστρική μας Γειτονιά» με το ποίημα «Κυκεών» στον παρόντα χρόνο και χώρο, εκεί όπου όλα μοιάζουν ν’ αλλοιώνονται καθημερινά αποβάλλοντας τη μαγεία τους, τις αόρατες διασυνδέσεις τους με το υπερφυσικό, τη θεσπέσια, μεταφυσική δορά τους κι αποκαλύπτονται γυμνά, αποκομμένα «απ’ τη μήτρα της γης».
Τελικά μέσα απ’ όλη αυτή την αλλεπάλληλη αλλαγή των σκηνικών ο ποιητής μάς αποκαλύπτει ένα κόσμο εύθραυστο, ευμετάβλητο, ευάλωτο στους νόμους της ζούγκλας («Η Ραψωδία του αίλουρου») που γίνονται νόμοι της Αγοράς («Απειρωτάν»). Ένα κόσμο όπου η μεταφυσική δορά άλλοτε σκεπάζει στοργικά το ματωμένο πρόσωπο της Ιστορίας («Θεόδωρος Αγγελοδούκας») κι άλλοτε το χαράζει οδυνηρά («Πέρα από Κείνα τα Βουνά…»).
Ένα κόσμο απρόβλεπτο γιατί πίσω από την εύλογη ανάγκη του ορθολογισμού ελλοχεύει πάντα ο σκοτεινός κόσμος των ενστίκτων, απρόβλεπτος, θηριώδης, έτοιμος ν’ αποκαλύψει την αποτρόπαια μορφή του. Κι όσο κανείς κι αν τον αγνοεί ή θέλει να τον αγνοεί, υπάρχει πάντα πίσω από τη σαγηνευτική ομορφιά της φύσης σαν ένας εφιάλτης που καραδοκεί όχι με την σκληρή -ωστόσο ισορροπημένη- νομοτέλεια του φυσικού χώρου όπου κυριαρχεί ο αγώνας για την επιβίωση, αλλά πέρα από αυτήν, με τη δυνατότητα της καταπάτησης κάθε νομοτέλειας, δηλαδή με τη δυνατότητα της ύβρης. Ίσως γι’ αυτό επιλέγει ο Γιάννης Δάλλας τον τρόπο του «Φυσιολόγου» («Νερά του Νότου») και το σκηνικό της γενέθλιας γης για να μιλήσει για την πρόσφατη και σύγχρονη τραγωδία της πολιτικής σκηνής, όπου ανιχνεύει την υπέρβαση οποιουδήποτε μέτρου, δηλαδή τις προϋποθέσεις της ύβρης.
Ίσως γι’ αυτό μέσα σ’ αυτόν τον ευάλωτο κόσμο, όπου όλα ζυγίζονται με λεπτές ισορροπίες, ο ποιητής ενισχύει το ποιητικό του ρίζωμα συνδιαλεγόμενος με τον Διονύσιο Σολωμό («Κορυφώ») και τους άλλους ποιητές («Οι Πεθαμένοι Ποιητές») άλλοτε μαζί κι άλλοτε χωρίς τον «ανάδελφο αναγνώστη», προτιμώντας να είναι «σαν ένας κόκκος σταριού στα δόντια της μυλόπετρας», «σίτος θεού» που σπουδάζει «αλεσθήναι δεινότατα… « ώστε να ξαναφυτρώσει «μακριά απ’ τις σαρκοβόρες αγορές και απ’ τ’ άσπονδα / πολίτ-μπιρώ του κόσμου».

Εύα Μοδινού

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΘΕΜΑΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ», τεύχος 49, Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2012