Εύα Μοδινού
για το έργο της / επιστροφή

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟ ΑΛΓΟΣ
«ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ...»
Πρώτο και Δεύτερο Τετράδιο, ΕΥΑ ΜΟΔΙΝΟΥ, Εριφύλη, 2005

Πολλά τα ρίσκα που ανέλαβε η ποιήτρια Εύα Μοδινού, με την συλλογή της «Εκεί που τελειώνει...» που κυκλοφόρησε σε δύο μέρη (Πρώτο Τετράδιο και Δεύτερο Τετράδιο) από τις εκδόσεις Εριφύλη το 2005. Με δύο συλλογές στο ενεργητικό της, αποπειράται μ’ αυτήν, να δημοσιοποιήσει το βίωμά της και να μας καταστήσει κοινωνούς τους άλγους της. Και αποκτά μεγαλύτερη σημασία το εγχείρημά της, γιατί το τολμάει σε εποχές που οι νέοι ποιητές, αποφεύγουν την έκθεση του εαυτού τους και προτιμούν μια εγκεφαλική ποίηση, η οποία μπορεί να απαιτεί περισσότερο στοχασμό και σκέψη πιο ενεργή, ταυτόχρονα όμως χαρακτηρίζεται από λιγότερη τιμιότητα, όπως την εννοούσε ο Ουμπέρτο Σάμπα, και από σημαντικές διαβαθμίσεις ήθους.
Εκθέτοντας λοιπόν το προσωπικό της βίωμα, ευθύς εξ αρχής αναλαμβάνει τον κίνδυνο της απομόνωσης της, εφ’ όσον δεν μπορέσει να μεταπλάσει το προσωπικό της συναίσθημα σε πανανθρώπινο, δηλαδή να αποδείξει πώς η ατομική της περίπτωση, μ α ς αφορά, αφού καταδεικνύει ένα δράμα συλλογικό. Παράλληλα όμως, ο άλλος κίνδυνος που αναλαμβάνει η ποιήτρια με τα ποιήματά της, είναι η εκχείλιση του συναισθήματος και η μετατροπή της αφήγησης σε συναισθηματική πρόζα και λυγμική εκφορά του λόγου, σε υψηλούς μελοδραματικούς τόνους.
Όμως, πολλές φορές η θλίψη είναι δύναμη δημιουργίας και έμπνευσης. Το άλγος ζητάει διεξόδους, ο πάσχων άνθρωπος γίνεται πιο δραστήριος και όλο το βάρος που τον καταπλακώνει, μεταπλάθεται - αν οι συνθήκες συντρέχουν γι αυτό - σε έργο τέχνης.
Έτσι λοιπόν και η Εύα Μοδινού, αποδεικνύεται πιο θαρραλέα από τους ομοτέχνους της και δεν διστάζει να ανοίξει την ψυχή της για να μας εκμυστηρευτεί, ό,τι την πονάει και ό,τι την θλίβει, με ποιήματα εύρωστα και στοχαστικά.

Το ψυχορραγητό των ναυαγών/ χωρίς φεγγάρι/ στο βόρειο σέλας μαγνητίζεται βουβά`/ σε τούτο το ταξίδι/ μια αστραποβόλα Χίμαιρα τους πήρε/ ζητώντας λύτρα του θάμβους της φρικτά.../

Με μια γραμμική διάταξη της ύλης (με την έννοια της αρχής, μέσης και τέλους της θεματολογίας), η ποιήτρια αποπειράται να εκθέσει το γεγονός της απώλειας του ανθρώπου, να περιηγηθεί γύρω από αυτό, να διερευνήσει τα επακόλουθα και τέλος να στοχαστεί επάνω στα ερωτηματικά που δημιουργούνται από μια τέτοια απουσία. Το εισαγωγικό ποίημα του πρώτου τετραδίου της συλλογής, (Ζήσαμε σαν οφειλέτες σε διαρκή αγωνία / τρέμοντας μήπως δεν προφτάσουμε / να πάρουμε πίσω αυτό που βάλαμε ενέχυρο : την ψυχή μας / ), μας προδιαθέτει για την απώλεια που έχει επέλθει, ενώ η ανασκόπηση της νεότητας που ακολουθεί στην ομώνυμη ενότητα, καταγράφει τα τραύματα και τα αδιέξοδά της και προετοιμάζει τον αναγνώστη για την κορύφωση της δραματικότητας που συντελείται στα επόμενα κεφάλαια του πρώτου τετραδίου. Είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι τους Ναυαγοί, Παραλλαγές ενός επιτύμβιου. Με την ίδια λογική είναι ταξινομημένη και η ύλη του δεύτερου τετραδίου, ένα είδος νέκυιας, αφού κι εδώ το εισαγωγικό ποίημα, (Κύκνε περαματάρη των ψυχών ...) μας μεταφέρει Προς την άλλη όχθη, στην συνέχεια περιφερόμαστε στην Αχερουσία, για να βρεθούμε τέλος και να παρακολουθήσουμε την Μαθητεία Φωτός.

Στα ενδιάμεσα των ενοτήτων, παρεμβάλλονται μεμονωμένα ποιήματα, εν είδει ιντερμέδιου, αφ’ ενός μεν για να ανανεώνεται το θέμα και να αναπτύσσεται πιο ενεργά στην επόμενη ενότητα, αφ’ ετέρου δε για να μπορεί η ποιήτρια να επεκτείνει τον στοχασμό της και να ερευνά με μεγαλύτερη επιμέλεια τα ερωτηματικά της. Με αυτό τον τρόπο δομημένη η ποιητική ύλη της συλλογής, και με βάση το έντονο δραματικό στοιχείο που κυριαρχεί στους στίχους της , μου επιτρέπεται χωρίς διάθεση υπερβολής, να ισχυριστώ πώς πρόκειται , όχι απλώς για μια ποιητική συλλογή ,αλλά για ένα ποιητικό – θεατρικό έργο, μοιρασμένο σε πράξεις και σε χορικά κατά τα πρότυπα της αρχαίας τραγωδίας.

Στο Πρώτο Τετράδιο, το βιωματικό στοιχείο είναι πιο έντονο και τα ποιήματα πιο περιγραφικά των συμβάντων και των καταστάσεων. Η καθημερινότητα είναι παρούσα και η αλήθεια των πραγμάτων πιο εμφανής και εύκολα ανιχνεύσιμη.
Η θεματογραφία που αναπτύσσεται, είναι η θεματογραφία της ζωής, από την εμφάνισή της ως την βαθμιαία ή ακαριαία εξαφάνισή της, και για τούτο πιο οικεία και προσιτή στον αναγνώστη. Η θλίψη, που είναι διάχυτη σε όλη την συλλογή, εδώ αναμειγνύεται με μικρές δόσεις έρωτα, που κατά κανόνα στέκεται διακριτικά στο περιθώριο των στίχων, σε κάποιες όμως περιπτώσεις κάνει πολύ αισθητή την παρουσία του, έτσι ώστε το συναίσθημα να εκρήγνυται και να δημιουργεί ωστικές δυνάμεις που παρασέρνουν τον αναγνώστη σε μέρη της χίμαιρας, όπως στους πιο κάτω στίχους :

Χείλη μου μυθικά που σας φιλούσα/κι ανάσα/ οπλή από άτι στο χαράκι της φωτιάς/ της ζωής μου θεϊκέ τροχέ/ με θεμελίωσες στον έρωτα!/
Και τώρα σε τούτη τη σκιά θανάτου/ πού νάβρω φρύγανα χαδιών/ τον πρώτο κόσμο ν’ αγκαλιάσω πάλι; /
Α, ρίγανη, γλυκάνισο, αμμόκρινα/ σκεπάστε με/ Κι εσύ φώς της αυγής συγχώρα με/ Πούβρες μικρή την πίστη/ κι ούτε Ανάσταση./ Με ξένο σώμα πια θα πορευθώ./


Στο Δεύτερο Τετράδιο, η θεματολογία ξεφεύγει από τα οικεία θέματα της καθημερινότητας, ο στοχασμός κορυφώνεται, η σκέψη καταλαμβάνεται από φιλοσοφική διάθεση, μια ταπεινή θρησκευτικότητα εμφανίζεται διακριτικά και η ποίηση αποκτά υπαρξιακό υπόστρωμα. Εδώ το βιωματικό στοιχείο είναι πιο διακριτικό, τις περισσότερες φορές κρύβεται επιμελώς στην αθέατη πλευρά των στίχων και όταν έρχεται στο προσκήνιο, γίνεται με τρόπο έντονο, όπως συμβαίνει στο ποίημα Νανούρισμα, και κορυφώνει την δραματικότητα. Η επίκληση του παρελθόντος χρόνου περικλείει την διάθεση του απολογισμού των πεπραγμένων της ζωής, επιστρατεύεται και περιγράφεται, όχι τυχαία, ο ιστορικός εκείνος περίγυρος, που αποτελούσε το μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου στους μυθολογικούς χρόνους, για να ετοιμαστεί έτσι το έδαφος απ’ όπου θα περάσουν οι νεκροί. Πιστεύω πώς η ποίηση εδώ, όσο στοχαστική και νάναι, κερδίζει έδαφος, είναι πιο όμορφη με στίχους σφιχτοδεμένους που εναλλάσσονται χωρίς άγχος και αγωνία, μέσα στο ποίημα.
Πώς να ερμηνεύσω ιδεογράμματα απουσίας;/ και τούτα τα προσδόκιμα πλουμίδια πώς να στολιστώ;/ Απόκαμα να συλλέγω ψιθυρισμούς/ μες στους ευκάλυπτους/ τρέμισμα αδιάκοπο που όλο ψηλώνει.../

Η απώλεια, που όπως προείπα είναι η βάση επάνω στην οποία η Εύα Μοδινού κτίζει τον ποιητικό της κόσμο, συνοδεύεται πάντοτε από άλγος και οδύνη. Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις μας αυτές, διαβαθμίζονται ανάλογα με το κενό που αφήνει επάνω μας η απώλεια, ανάλογα με την αξία στην οποία έχουμε αποτιμήσει αυτό που χάνεται, με την θλίψη και την απελπισία να μας εξουσιάζει όταν η απώλεια έχει να κάνει με οποιοδήποτε αγαπημένο πρόσωπο. Από μια τέτοια κατάσταση φαίνεται πως βγαίνει η ποιήτρια μας, η οποία όσο και να οδυνάται, διατηρεί την ψυχραιμία της και αντιμετωπίζει την θλίψη με υπηρηφάνεια. Τα ερωτηματικά την κατακλύζουν, το παράπονο επανέρχεται στα χείλη της, πέπλος σκοταδιού πέφτει στα μάτια της. Αυτή όμως η αλγεινή κατάσταση γονιμοποιεί τον στοχασμό της. Έτσι ψάχνει να βρεί το βαθύτερο νόημα των λέξεων, των καταστάσεων, των πραγμάτων, εν τέλει της ίδιας της ζωής, να ανακαλύψει αυτό που κρύβουν τα επιφαινόμενα, την σκοπιμότητα των ενεργειών μας και των συμβάντων.
Καταδύεται στην άβυσσο του νου, ψάχνοντας απαντήσεις σε αρχέγονα ερωτήματα, αναζητώντας τον απολεσθέντα άνθρωπο και την διάρκεια της ζωής.
Πού πάνε οι ψυχές που χάνονται;/Το βρέφος ανοίγει τα βλέφαρα ή είναι το φώς που τ’ ανοίγει/ ο κόσμος βρίσκει νέα αρχή – η αθωότητα είναι έναρξη κοσμογονίας –/ κι έπειτα άλλος ένας κύκλος. /
Και οι ψυχές που χάνονται; Από τον ίδιο δρόμο επιστρέφουν;/Αλλάζει μοναχά η κατεύθυνση; /

Αποπειράται ακόμη να ξεπεράσει το δέος και τον φόβο του θανάτου, χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο, το ίδιο το γεγονός του θανάτου, αντιπαραβάλλοντας στο σκοτάδι του το Φώς, που ανοίγει κάθε μέρα / μυστήρια κεκρυμμένα Και ενώ σε όλη τη συλλογή, η παρουσία του θανάτου είναι έντονη και το αίνιγμά του βασανίζει την ποιήτρια διαρκώς, εν τούτοις θα έλεγα πώς μέσα από τους στίχους αναδύεται η αισιοδοξία της ζωής και η ελπίδα της συνέχειας, μπολιάζει τη σκέψη και τον στοχασμό της, τόσο ευεργετικά και με τέτοιον τρόπο, ώστε να μας επιτρέπεται να πούμε πώς, η συλλογή αυτή είναι σπουδή ζωής και όχι θανάτου.
Δέσμες φωτός που λησμονήσαν την πηγή τους/ κυλούμε αδιάκοπα στην τρομερή βουή εντός μας/ κατρακυλούμε σ’ αυτό που έρχεται από τα βάθη/ σ’ αυτό που λέμε «αύριο» και γίνεται «χθές» προτού η αντίληψη αδράξει/ θρύψαλα στιγμών ανασυντίθενται αέναα/ καθώς τρέχουμε προς το τέρμα που γίνεται αφετηρία/
Και αφού όλα τα παραπάνω συντελούνται σε κάποια χρονική στιγμή, η ποιήτρια ερευνά τον χρόνο, όχι στην γραμμική του εκδίπλωση, αλλά στις διαιρέσεις του, τις στιγμές. Σημαντικό στοιχείο της ποιητικής της είναι η ανατομία αυτών των στιγμών, που στο σύνολό τους απαρτίζουν την ζωή μας. Η αλληλουχία τους και η συνεχής και αέναη εναλλαγή τους, μπορεί να τις κάνει πανομοιότυπες, ωστόσο η μία διαφέρει ριζικά από την άλλη και κάποιες απ’ αυτές, καθορίζουν την πορεία της ζωής μας, όπως τέτοια στιγμή σημάδεψε στο τρίστρατο τον Οιδίποδα.
... όπως η βία της νιότης μας/ όταν ζυγιάστηκε μια ακίνητη στιγμή/ μ’ ένα βαρύ χρησμό/ σαν τον Οιδίποδα/ σ’ ένα μοιραίο τρίστρατο…/
Και όσον αφορά, την αμφισημία του τίτλου της συλλογής και το ερωτηματικό που δημιουργούν τα αποσιωπητικά που συνοδεύουν το ρήμα, ο αναγνώστης μπορεί να ξεκαθαρίσει τελείως τα πράγματα και τις απορίες του, όταν θα φτάσει στους ακροτελεύτιους στίχους. Με την τέχνη και τον σοβαρό στοχασμό της, η ποιήτρια θα τον έχει πείσει και για την ορθότητα της άποψης της.

Η Εύα Μοδινού, έχοντας κατακτήσει τα εκφραστικά της μέσα από τις προηγούμενες κιόλας συλλογές της, δεν αποδύεται σε μελοδραματισμούς ούτε σε μεγαλοστομίες και κενολογίες, αλλά με οικονομία λόγων καταθέτει το απόσταγμα της οδύνης και των σκέψεων της. Κρατάει ικανές αποστάσεις από το επώδυνο βίωμα, που το απογυμνώνει από το ιδιωτικό του στοιχείο, και καταγράφει το ουσιαστικό μέρος της εμπειρίας της, μέσα στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει κάποιες συλλογικές αξίες. Με άλλα λόγια, δουλεύει με τον τρόπο που υποδεικνύει ο Ουμπέρτο Σάμπα – μιας και με τον Ουμπέρτο Σάμπα άρχισα – δηλ. να καταστεί, τόσο στην ίδια τη ζωή όσο και στην λογοτεχνία τίμια, αποδεικνύοντας πώς άξιζε τον κόπο που πήρε τα ρίσκα της, αφού μας πρόσφερε μια ποιητική συλλογή, ιδιαίτερου άλγους αλλά και ιδιαίτερου κάλους.

Στέλιος Θ. Μαφρέδας

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΠΑΡΟΔΟΣ», τεύχος 26-27 (περίοδος δεύτερη).