Tag Archives: eva modinou

Δύο Ποιήματα στο περιοδικό "Φρέαρ"

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΘΕΥΘ – οι δυο όψεις της γραφής” τεύχος 1, Σεπτέμβριος 2015

Σταθερή παρουσία

(τμήμα)

Μου χτύπησε νωρίς την πόρτα
Άνοιξα ανύποπτη
Είχε το ίδιο ευγενικό χαμόγελο
όπως όταν πρωτοσυναντηθήκαμε
“Δεν είμαι έτοιμη” του είπα
“Έχω τόσες απουσίες να ταξινομήσω
κι ο χρόνος μου ανάπηρος συλλέκτης των στιγμών
τρεκλίζει τριποδίζοντας στη σκέψη μου”
“Θα περιμένω” μου απάντησε
Μπήκε μες στο γραφείο μου
Κάθισε στη σιδερένια πολυθρόνα τη δερμάτινη

Σιωπούσε∙
μα η σιωπή του κύμα αιφνίδιο
όρμησε στις γωνίες του δωματίου
επέπεσε με βιαιότητα πυκνή στα ράφια
στο τραπέζι στα βελούδινα καλύμματα
σηκώνοντας πλήθος σκιές φάσματα των νεκρών μου
που επιστρέφανε

«Θα συνηθίσεις» μού’ πε
«Θα συνηθίσεις να μιλάς με τις σκιές
ν’ ακούς τί αποκρίνονται»

[…]

Χρόνια περάσαν από κείνη την ημέρα
Πράγματι συνήθισα
Οι μέρες μου γέμισαν αληθινή και μάταιη γνώση
χωρίς διάκριση

Πλήθος οι μνήμες στα συρτάρια συνωστίζονταν
σαν να’ ταν όλη η ζωή ένα κυνήγι με τον ίσκιο της

Στο τέλος εξαντλήθηκα από την επιθυμία του περιττού
Ωστόσο πράγματι συνήθισα να ζω σ’ ένα μεταίχμιο
ανάμεσα στο «τώρα» και στο επέκεινα
Συνήθισα στα πνιγηρά δωμάτια των νεκρών
εκείνη την αλλόκοτη ηχώ λυγμού που φιδοσέρνονταν

Συνήθισα μαζί τον πόνο των ανθρώπων
κι όλα τα πράγματα του βίου που καθημερινά με φυλακίζανε
-λίγος ο χώρος που περίσσευε γι’ αγάπη-

Και τώρα δεν ξέρω πια να πω
ποιοι είναι οι άνθρωποι και ποιοι σκιές
Πολλές οι απουσίες που πρέπει να ταξινομήσω στο δωμάτιο∙
φάσματα φευγαλέα του νου αεικίνητα

Μονάχα ο θάνατος∙
επίμονη γαλήνια παρουσία σταθερή
στη σιδερένια πολυθρόνα τη δερμάτινη

ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΣΤΟΝ "ΠΟΡΦΥΡΑ", ΤΕΥΧΟΣ 155, ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2015

ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΣΤΟΝ “ΠΟΡΦΥΡΑ”, ΤΕΥΧΟΣ 155, ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2015

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΔΗΛΟ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΘΑΡΣΗΣ

Με ευκαιρία ένα επαγγελματικό ταξίδι στις Κυκλάδες επισκέφθηκα τη Δήλο το 2003, μια ιδιαίτερη στιγμή, όταν φυσούσε ένας άνεμος δημιουργικής έντασης στην Ελλάδα με την προετοιμασία των Ολυμπιακών αγώνων. Ακολούθησε το 2004 η επιτυχημένη διοργάνωση των αγώνων -δυστυχώς με όλο το αφανές παρασκήνιο της επείγουσας ανάθεσης των διαφόρων έργων- την ίδια χρονιά η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου στο ποδόσφαιρο από την Εθνική Ελλάδας και το 2005 η λαμπερή πρωτιά στη Γιουροβίζιον με την Έλενα Παπαρίζου. Πράγματι ήταν μια περίοδος που -επιφανειακά ή όχι- το μέλλον της χώρας μας στο ευρωπαϊκό προσκήνιο έμοιαζε ανοιχτό, λαμπρό κι ανέφελο.
Ωστόσο εκεί στη Δήλο, βαδίζοντας ανάμεσα στους αποσαρθρωμένους φρουρούς του άλλοτε ιερού χώρου, στη λεωφόρο των λεόντων, ένιωσα το καύμα του ήλιου σαν ένα αόρατο θυρεό της Ιστορίας, να λάμπει, να χάνεται να τρεμοσβήνει, να υψώνεται πάλι.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν το νησί-μουσείο. Είχα βρεθεί στη Δήλο μόλις πέντε χρονών. Αδρά ωστόσο ανεξίτηλα γράφτηκε στη μνήμη μου η πρώτη εντύπωση των ερειπίων. Μα τώρα στην Παλαίστρα του Γρανίτη, στην αποξηραμένη λίμνη του Απόλλωνα, η σιωπή ήταν τόσο συμπαγής σαν να είχε αποσυρθεί η ζωή πολλά χρόνια πριν να γίνει ολόκληρο το νησί μια κοιτίδα αποκρυσταλλωμένης Ιστορίας ή αλλιώς ένας αρχαιολογικός χώρος.
Συνέχισα την περιδιάβαση στη συνοικία του θεάτρου. Εκεί, τα ψηφιδωτά των σπιτιών ιστορούσαν εποχές πλούτου. Μια απλόχερη εύνοια είχε δοθεί κάποτε σ’ αυτή τη γωνιά της γης. Η αίσθηση που είχα όμως, ήταν η αίσθηση μιας εύθραυστης ισορροπίας ανάμεσα σε μια μεγάλη ευτυχία και μια εξ ίσου μεγάλη -αν όχι μεγαλύτερη- καταστροφή.
Διαβάζοντας την Ιστορία της Δήλου επαλήθευσα αυτήν την αίσθηση. Το νησί φαίνεται ότι ήταν αρχικά ένας ευνοημένος ιερός τόπος, κέντρο μιας ισχυρής Συμμαχίας -της Αθηναϊκής- και αργότερα έγινε το θύμα αυτής ακριβώς της ιερότητας. Η αιτία είναι πάντα η ίδια: η απληστία των ισχυρών. Ίσως όμως έτσι να γράφεται πάντα η Ιστορία. Αλλά ας έρθουμε στα γεγονότα.
Η Δήλος υπήρξε αρχικά το ιερό κέντρο της Αθηναϊκής Συμμαχίας που ιδρύθηκε το 478/7π.Χ. από ανθρώπους “με αρετή και τόλμη”, τον δίκαιο Αριστείδη και τον τολμηρό Θεμιστοκλή. Η Συμμαχία σχηματίστηκε κάτω από τη διάχυτη απειλή των Περσών, με στόχο ν’ αντιμετωπίσει ακριβώς αυτήν την απειλή. Ορίστηκε λοιπόν οι σύμμαχοι να έχουν τους ίδιους εχθρούς και τους ίδιους φίλους. Δεν προσδιορίστηκε ωστόσο ποιός είναι ο εχθρός.
Για την εδραίωση της συμμαχίας δόθηκε και ο απαραίτητος όρκος σε μια συμβολική τελετή όπου ρίχτηκαν πυρακτωμένοι σιδερένιοι μύδροι στη θάλασσα, “πράξη που συμβόλιζε ότι η συμφωνία θα λυνόταν μόνο όταν ανέβαινε το σίδερο ξανά στην επιφάνεια. Επομένως η διάρκειά της θα ήταν απεριόριστη.”1 Τα πρώτα χρόνια της συμμαχίας ήταν ευχάριστα γιατί όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης “το μεγάλο πλήθος βρήκε τον τρόπο να ζει εύκολα” 2. Ακόμα κι όταν απομακρύνθηκε ο αρχικός κίνδυνος που οδήγησε σ’ εκείνον τον συνασπισμό -οι Πέρσες δηλαδή- η Συμμαχία δεν διαλύθηκε γιατί οι μικροί σύμμαχοι πλήρωναν ένα λογικό φόρο και σ’ αντάλλαγμα είχαν την ικανοποίηση ότι ανήκαν σ’ ένα ισχυρό οργανισμό, που σε κάθε εχθρική επιβουλή θα τους βοηθούσε. Ωστόσο στην πορεία του χρόνου συνέβη αυτό που συμβαίνει όταν ο ισχυρός αποφασίζει για την τύχη των λιγότερο ισχυρών ή των αδύναμων. Η ηγέτιδα δύναμη της Συμμαχίας (η Αθήνα) αντί να προσαρμοστεί στην αλλαγή των συνθηκών που οδήγησαν στη διαμόρφωσή της και ν’ αλλάξει τους όρους ώστε να γίνουν ελαφρότεροι για τους υπόλοιπους συμμάχους (π.χ. να μειώσει τους φόρους) προτίμησε ν’ αυξήσει την ισχύ της αποφασίζοντας να πάρει σκληρά μέτρα σε βάρος τους. Και φυσικά αυτό δημιούργησε κρίση και προκάλεσε αλλεπάλληλες συγκρούσεις.
Για τη Δήλο όμως, η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει νωρίτερα, γύρω στα 540π. Χ. όταν ο τύραννος Πεισίστρατος των Αθηνών είχε διατάξει την πρώτη κάθαρση στο νησί, με την οποία απομακρύνθηκαν όλοι οι τάφοι από το τμήμα του νησιού που ήταν ορατό από το ναό του Απόλλωνα. Έπειτα το 454/3π.Χ. μεταφέρθηκε το ταμείο της Συμμαχίας από το ιερό νησί στην Αθήνα και υποβαθμίστηκε ο ρόλος του (άραγε και η ιερότητά του;). Ήταν ώριμο πια το κλίμα και επί πλέον είχε προηγηθεί ο λοιμός του πελοποννησιακού πολέμου ώστε να παρθεί η καθοριστική απόφαση το χειμώνα του 426/5π.Χ., όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, για την δεύτερη κάθαρση. Τότε ανασκάφτηκαν όλοι οι τάφοι της Δήλου και μεταφέρθηκαν τα λείψανα στο γειτονικό νησί, στη Ρήνεια, σ’ ένα κοινό τάφο, το βόθρο κάθαρσης. Επίσης όρισαν να μεταφέρονται εκεί οι ετοιμοθάνατοι και οι έγκυες γυναίκες. Απαγορεύτηκε δηλαδή στους Δηλίους όχι μόνο να πεθαίνουν στο νησί τους αλλά και να γεννιούνται. Οι κάτοικοι της Δήλου προσέφυγαν στο Δελφικό Μαντείο στην προσπάθειά τους να ματαιώσουν τις σκληρές αποφάσεις των ισχυρών συμμάχων, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Μετά από οκτώ χρόνια, το 2011, επισκέφθηκα πάλι το νησί. Τότε κυριαρχούσαν στα ΜΜΕ οι αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις της Standard & Poor’ s και των άλλων σύγχρονων κέντρων εξουσίας του κόσμου. Οι υποβαθμίσεις ηχούσαν σαν καταδικαστικοί χρησμοί κι όλα έμοιαζαν τόσο μακρινά από εκείνη την ατμόσφαιρα του 2003, εκείνη την αναμονή της γιορτής και του μέλλοντος που έλαμπε ανοιχτό και ανέφελο. Φαντάζομαι πως και οι κάτοικοι της Δήλου, σίγουροι για τις τιμές που απολάμβαναν στο ιερό νησί τους, περίμεναν ένα τέτοιο μέλλον με εμπιστοσύνη. Όταν αντιμετώπισαν πρώτη φορά την απόκριση από το Μαντείο των Δελφών για τη μεταφορά των τάφων των προγόνων τους, ίσως και να μη θορυβήθηκαν ιδιαίτερα. Απολάμβαναν ακόμη την ευμάρεια και κάποια προνόμια από τους συμμάχους τους. Ήρθε όμως ο τελεσίδικος χρησμός και καταδικάστηκαν οριστικά. Μετά την ιερή “κάθαρση” έγιναν σιγά-σιγά ξένοι στη γη τους.
Αυτά για την Ιστορία που δυστυχώς επαναλαμβάνεται σε νέα πλαίσια, διαφορετικές συνθήκες, ωστόσο πάντα με τα ίδια κίνητρα, τα ίδια λάθη και τα ίδια ανθρώπινα πάθη που μένουν αναλλοίωτα στους αιώνες…

  1. “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, Εκδοτική Αθηνών
  2. ο.π.

 

Αφιέρωμα στον Βύρωνα Λεοντάρη - περιοδικό "Κουκούτσι" τεύχος 9 Χειμώνας 2013 - Άνοιξη 2014

Αφιέρωμα στον Βύρωνα Λεοντάρη – περιοδικό “Κουκούτσι” τεύχος 9 Χειμώνας 2013 – Άνοιξη 2014

ΤΟΛΜΩΝΤΑΣ ΕΩΣ ΤΑ ΑΦΑΝΗ ΟΡΙΑ
ή Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΩΛΟ

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ «Έως…»

(απόσπασμα)

«Τα λόγια που μιλώ μου κόβουνε τη γλώσσα
κάθε χειρονομία μου με σταυρώνει.
Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν.
Σ’ αυτή την εποχή της υπαρκτής ποίησης
ποιητής μιας ποίησης που δε μπορεί να υπάρξει
μόνο με τους νεκρούς μιλώ και γι’ αυτούς γράφω.
Μόνο αυτοί μπορούν να με διαβάσουν.»1

Ο Βύρων Λεοντάρης δεν παρηγορεί τον αναγνώστη ούτε αναπαύεται και ο ίδιος στην ποίησή του. Η παραμυθία που χαρίζει η χάρη της ποί ησης έχει δώσει τη θέση της σε μια δίκοπη λεπίδα που διαπερνά τόσο τον ίδιο τον ποιητή όσο και το ποίημα. Κι αυτή τη δίκοπη λεπίδα νιώθει κι ο αναγνώστης επίσης να τον ανατέμνει σε κάθε στίχο φτάνοντας έως τον σκοπό και το αποτέλεσμα του ποιήματος. «Αλλά ποιός οιακίζει τον σκοπό και ποιος το αποτέλεσμα;»2
Ιδού λοιπόν ο ποιητής αντικρίζοντας το όριο ανάμεσα στη ζωή και στην ποίηση χωρίς περιστροφές και άμυνες. Εκεί όπου η σκέψη και ο λόγος έλκονται στο κέντρο τους από τη δύναμη της βαρύτητας, αφήνοντας το ποίημα σαν το μοναδικό χνάρι αυτής της εσώτατης συντριβής.
Λίγοι τολμούν ένα τέτοιο βάπτισμα πυρός, φέρνοντας στο φως την εικόνα τους χωρίς το είδωλό της. Οι περισσότεροι ενστικτωδώς αποφεύγουν τις επικίνδυνες εσωτερικές καταβάσεις και αποτολμούν τις ασφαλέστερες εξ αυτών (άλλωστε η εξωστρέφεια είναι και πιο επικοινωνιακή). Εκτός αν κάποιος είναι από τη φύση του εκστασιακός ποιητής οπότε «δεν τίθεται έξω από το χάσμα που χαίνει στην καρδιά του συμβάντος. Γητεύεται από το αίσθημα ιλίγγου εμπρός στην άβυσσό του, ρουφιέται απ’ αυτήν, γίνεται ο ίδιος η άβυσσος.»3
Ο Βύρων Λεοντάρης, κατά τη δική του μαρτυρία, υιοθετεί συνειδητά αυτήν ακριβώς την επιλογή: «Ανάγκη πάσα ν’ αγγίξουμε την αληθινή πληγή μας»4 και συγχρόνως μέσα από την ποίησή του θέτει το ερώτημα: ο ποιητικός λόγος μπορεί όχι μόνο να ψαύσει αλλά και να αποκρυσταλλώσει το οδυνηρό βίωμα της αληθινής πληγής;
Και ποια θα είναι η επιστροφή από μια τέτοια επώδυνη εξερεύνηση;
Ίσως η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση εξαρτάται από την αντοχή κάθε ποιητή στο βίωμα του τρόμου και του πόνου. Και δεν μιλώ για τους μικρούς φόβους που ξεπηδούν ως άμεσοι αμυντικοί μηχανισμοί σε δύσκολες ή απρόβλεπτες καταστάσεις ή για τους μικρούς πόνους που λειτουργούν σαν αιφνίδιοι κυματοθραύστες στην ορμή του θυμικού ή στην βεβαιότητα για μια αίσια έκβαση που αιφνίδια διαλύεται. Μιλώ για το μέγιστο τρόμο και πόνο που φτάνει έως τη ρίζα της ύπαρξης.
Όχι, η ποίηση δεν θεραπεύει ούτε το μεγάλο τρόμο ούτε το μεγάλο πόνο. Αντίθετα, κάποτε μπορεί να οδηγήσει το νυστέρι της τόσο βαθιά που γίνεται κι αυτή πόνος και τρόμος.
Ίσως γιατί «Το ποιητικό άλγος αρχίζει μαζί με την τελετουργία της έκφρασης. Ο πόνος μάς ανήκει εξ ολοκλήρου, η κραυγή μόνο εν μέρει – περισσότερο ανήκει στους άλλους που τη χρησιμοποιούν όπως θέλουν.»5
«Όμως τώρα το πρόβλημα ακριβώς είναι ότι κλαίμε λέξεις
και δεν κλαίμε δάκρυα
Ά, δάκρυα, που είστε δάκρυά μου…»6

Μα το κλάμα είναι εγκλωβισμένο μαζί με την κραυγή στα «έγκατα πετρώματα»7 και η ποίηση αν και φτάνει έως εκεί, για να γίνει λυτρωτική χειρονομία του πνεύματος πρέπει να πάρει από τη ζωή το κρίσιμο αντίβαρό της.
Όταν λοιπόν η ποίηση μπορεί να γίνει κι αυτή τρόμος και πόνος, τί μπορεί να προσφέρει σε ποιητές και αναγνώστες;
Σ’ αυτήν την περίπτωση η ποίηση μπορεί να γίνει ένας δρόμος που οδηγεί σ’ εκείνο το όριο εντός μας ανάμεσα στο ποίημα – τον καρπό- και την ποιητική έμπνευση – τη γενεσιουργό δύναμη- ωθώντας μας να διαπεράσουμε το όριο αυτό όπως περνάει κανείς ανάμεσα σε Συμπληγάδες (συνήθως χάνοντας το ένα του φτερό) ή να συντριβούμε πάνω του καθώς κλείνει με βία, πριν προφτάσουμε το στιγμιαίο ανοιγόκλεισμα.
Τόσο μεγάλο το ρίσκο και τόσο αβέβαιο το αποτέλεσμα, όμως «Το τέλος μας δεν είναι ούτε σκοπός ούτε αποτέλεσμα»8.
Σ’ αυτήν την αγωνιώδη διαδρομή ανάμεσα στις Συμπληγάδες της ποιητικής πράξης, το πρόσωπο του ποιητή διασώζεται χωρίς την αντανάκλασή του σε κάποια ιδανική και γαλήνια επιφάνεια∙ χωρίς το είδωλό του.
Στο «Έως…» του Βύρωνα Λεοντάρη δεν ανιχνεύεται ούτε ένα στιγμιαίο είδωλο που θα μπορούσε να παρασύρει το βλέμμα έστω για λίγο έξω από τον ανελέητο καθρέφτη που στρέφει ο ποιητής πρώτα στον εαυτό του και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη. Ο ποιητής αρνείται να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε πλουμίδι, μεταμφίεση ή πρόσχημα για να εκτρέψει το βλέμμα από την αληθινή πληγή. Γιατί το πρόσωπο που πάσχει, όσο βιώνει εκ βαθέων το πάθημα και την οδύνη που επισύρει, δεν μπορεί να συνταυτιστεί με κανένα είδωλο.
«Δεν ήθελα χρησμούς κι οράματα, ζητούσα
άλλο πια να μην παρασταίνεται το δράμα. Να τελείται.
Να βγούν τα πρόσωπα από τη μορφή τους
να βγούν τα λόγια από τον ήχο τους με σάρκα και οστά
να’ ρθούν να μ’ ανταμώσουν…Και δεν ήρθαν.
Στο ψυχοχάρτι ήταν σβησμένο τ’ όνομά μου
Το φύλλο που έπεσε μπροστά μου… Το σήκωσα και το
ξανάδωσα στο δέντρο

Κι εκείνο δεν το πήρε»9

Ποιά είναι άραγε η απόσταση του ειδώλου από το πρόσωπο χωρίς την οδυνηρή επίγνωση και αποδοχή του ατελούς;
Το είδωλο είναι μια κατασκευασμένη εικόνα του νου, αυτάρεσκη κι εξουσιαστική, χωρίς αντίκρισμα στην αλήθεια του γίγνεσθαι. Το πρόσωπο είναι αυτό που μένει όταν όλες οι κατασκευασμένες εικόνες καταρρέουν. Και χωρίς τις αγαπημένες φαντασίες του νου, αυτό που αντικρίζει κανείς μπορεί να είναι έως και το βλέμμα της Γοργώς. Ο κόσμος μετά από αυτό δεν είναι ποτέ ίδιος. Ούτε και ο Χρόνος (ίσως γι’ αυτό μαρμαρώνουν όσοι αντικρίζουν ένα τέτοιο βλέμμα).
Και η Ποίηση;
Η ποίηση που ξεκινά από την επώδυνη γνώση των ίδιων της των ορίων του αμετουσίωτου και συγχρόνως από την επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στο είδωλο και στο πρόσωπο, δεν σκεπάζει με ανθισμένα κλαριά το βάραθρο που ανοίγει στο νου και στην καρδιά του ποιητή. Δεν γιατρεύει τη διάψευση ή την απώλεια. Κι αυτό το γνωρίζει ο Βύρων Λεοντάρης10. Γι’ αυτό και δεν θαμπώνεται ούτε εξυμνεί τη θαυμαστή της ιεροτελεστία, αλλά ανατέμνει τα μύχια των προθέσεων του ποιητή, αποκαλύπτοντας το παρασκήνιο της οδύνης του. Άλλωστε «όλη η αισθητική της προσωπικής ποίησης δεν είναι παρά στόλισμα και μοιρολόι του αγαπημένου νεκρού – μιας ζωής που αγαπήσαμε και που σκοτώσαμε…»11 Μοιραία η ποίηση που βαπτίζεται στην ανάγκη του ποιητή ν’ αγγίξει την αληθινή πληγή του, «από την ψυχική ευφορία που του χάρισε η κατάσταση έμπνευσης μεταπίπτει σε ποιητικό άλγος»12.
Ο ποιητής πάσχει κι αναζητά τη λύτρωση από το ποιητικό άλγος. Στην κορύφωση της αγωνίας του αναπόφευκτα απευθύνεται στη συνείδησή του και στον Θεό, πασχίζοντας να κατανοήσει την ουσία της αγάπης που μπορεί να τον λυτρώσει χωρίς να του επιβάλλει την απόλυτη δύναμη μιας τέτοιας επιλογής.
«Δεν έχεις το δικαίωμα, φώναζα, το κρίμα το δικό μου
να σηκώνεις
Κι εσύ ανένδοτα σιωπούσες
Γιατί δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη
-ποιός αδικεί ποιός αδικείται
τί μας βαραίνει πιο πολύ
το κρίμα ή η αθωότητα

Η αγάπη δε μας δίνεται, μας παίρνει
κι όσοι αγαπούν αλύπητα αγαπούν
ρημάζουν και ρημάζονται

Κι όλα τα πήρες πάνω σου
το φταίξιμο την ενοχή και την ποινή μου
Δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη

Εντάξει, εσύ αναστήθηκες.
Εγώ όμως με σχεδία το σταυρό μου
θαλασσοδέρνομαι σε μαύρους ουρανούς»13

Επίμονα αναζητούμε τις απαντήσεις εκείνες που θα μας λυτρώσουν, ωστόσο δεν μας δίδονται. Ίσως γιατί όπως λέει ο Paul Valery μέσω του Σωκράτη: «δεν είμαι σε θέση να συνδέσω καθώς θα ταίριαζε μιαν ανάλυση με μιαν έκσταση» ή «Υπάρχει μεγαλύτερο μυστήριο από τη σαφήνεια;»14

(…συνεχίζεται)

1.Βύρων Λεοντάρης «Έως…» Εκδόσεις Νεφέλη
2.ό.π.
3.Η Αγωνία του Αμετουσίωτου / (Βύρων Λεοντάρης – Κείμενα για την Ποίηση, Εκδ. Νεφέλη, 2001)
4.Η Ποίηση της προσωπικής ενοχής (Βύρων Λεοντάρης – Κείμενα για την Ποίηση)
5.ό.π.
6.Βύρων Λεοντάρης «Έως…»
7.ό.π.
8.ό.π.
9.ό.π.
10.«η προσωπική ποίηση υπάρχει και επιβεβαιώνεται σαν έκφραση αισθημάτων οδύνης κι όχι χαράς» Η Ποίηση της προσωπικής ενοχής (Βύρων Λεοντάρης – Κείμενα για την Ποίηση)
11.ο.π.
12.ό.π.
13.Βύρων Λεοντάρης «Έως…»
14.Paul Valery, «Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων», Εκδόσεις Άγρα