Tag Archives: κουκούτσι

Αφιέρωμα στον Βύρωνα Λεοντάρη - περιοδικό "Κουκούτσι" τεύχος 9 Χειμώνας 2013 - Άνοιξη 2014

Αφιέρωμα στον Βύρωνα Λεοντάρη – περιοδικό “Κουκούτσι” τεύχος 9 Χειμώνας 2013 – Άνοιξη 2014

ΤΟΛΜΩΝΤΑΣ ΕΩΣ ΤΑ ΑΦΑΝΗ ΟΡΙΑ
ή Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΩΛΟ

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ «Έως…»

(απόσπασμα)

«Τα λόγια που μιλώ μου κόβουνε τη γλώσσα
κάθε χειρονομία μου με σταυρώνει.
Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν.
Σ’ αυτή την εποχή της υπαρκτής ποίησης
ποιητής μιας ποίησης που δε μπορεί να υπάρξει
μόνο με τους νεκρούς μιλώ και γι’ αυτούς γράφω.
Μόνο αυτοί μπορούν να με διαβάσουν.»1

Ο Βύρων Λεοντάρης δεν παρηγορεί τον αναγνώστη ούτε αναπαύεται και ο ίδιος στην ποίησή του. Η παραμυθία που χαρίζει η χάρη της ποί ησης έχει δώσει τη θέση της σε μια δίκοπη λεπίδα που διαπερνά τόσο τον ίδιο τον ποιητή όσο και το ποίημα. Κι αυτή τη δίκοπη λεπίδα νιώθει κι ο αναγνώστης επίσης να τον ανατέμνει σε κάθε στίχο φτάνοντας έως τον σκοπό και το αποτέλεσμα του ποιήματος. «Αλλά ποιός οιακίζει τον σκοπό και ποιος το αποτέλεσμα;»2
Ιδού λοιπόν ο ποιητής αντικρίζοντας το όριο ανάμεσα στη ζωή και στην ποίηση χωρίς περιστροφές και άμυνες. Εκεί όπου η σκέψη και ο λόγος έλκονται στο κέντρο τους από τη δύναμη της βαρύτητας, αφήνοντας το ποίημα σαν το μοναδικό χνάρι αυτής της εσώτατης συντριβής.
Λίγοι τολμούν ένα τέτοιο βάπτισμα πυρός, φέρνοντας στο φως την εικόνα τους χωρίς το είδωλό της. Οι περισσότεροι ενστικτωδώς αποφεύγουν τις επικίνδυνες εσωτερικές καταβάσεις και αποτολμούν τις ασφαλέστερες εξ αυτών (άλλωστε η εξωστρέφεια είναι και πιο επικοινωνιακή). Εκτός αν κάποιος είναι από τη φύση του εκστασιακός ποιητής οπότε «δεν τίθεται έξω από το χάσμα που χαίνει στην καρδιά του συμβάντος. Γητεύεται από το αίσθημα ιλίγγου εμπρός στην άβυσσό του, ρουφιέται απ’ αυτήν, γίνεται ο ίδιος η άβυσσος.»3
Ο Βύρων Λεοντάρης, κατά τη δική του μαρτυρία, υιοθετεί συνειδητά αυτήν ακριβώς την επιλογή: «Ανάγκη πάσα ν’ αγγίξουμε την αληθινή πληγή μας»4 και συγχρόνως μέσα από την ποίησή του θέτει το ερώτημα: ο ποιητικός λόγος μπορεί όχι μόνο να ψαύσει αλλά και να αποκρυσταλλώσει το οδυνηρό βίωμα της αληθινής πληγής;
Και ποια θα είναι η επιστροφή από μια τέτοια επώδυνη εξερεύνηση;
Ίσως η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση εξαρτάται από την αντοχή κάθε ποιητή στο βίωμα του τρόμου και του πόνου. Και δεν μιλώ για τους μικρούς φόβους που ξεπηδούν ως άμεσοι αμυντικοί μηχανισμοί σε δύσκολες ή απρόβλεπτες καταστάσεις ή για τους μικρούς πόνους που λειτουργούν σαν αιφνίδιοι κυματοθραύστες στην ορμή του θυμικού ή στην βεβαιότητα για μια αίσια έκβαση που αιφνίδια διαλύεται. Μιλώ για το μέγιστο τρόμο και πόνο που φτάνει έως τη ρίζα της ύπαρξης.
Όχι, η ποίηση δεν θεραπεύει ούτε το μεγάλο τρόμο ούτε το μεγάλο πόνο. Αντίθετα, κάποτε μπορεί να οδηγήσει το νυστέρι της τόσο βαθιά που γίνεται κι αυτή πόνος και τρόμος.
Ίσως γιατί «Το ποιητικό άλγος αρχίζει μαζί με την τελετουργία της έκφρασης. Ο πόνος μάς ανήκει εξ ολοκλήρου, η κραυγή μόνο εν μέρει – περισσότερο ανήκει στους άλλους που τη χρησιμοποιούν όπως θέλουν.»5
«Όμως τώρα το πρόβλημα ακριβώς είναι ότι κλαίμε λέξεις
και δεν κλαίμε δάκρυα
Ά, δάκρυα, που είστε δάκρυά μου…»6

Μα το κλάμα είναι εγκλωβισμένο μαζί με την κραυγή στα «έγκατα πετρώματα»7 και η ποίηση αν και φτάνει έως εκεί, για να γίνει λυτρωτική χειρονομία του πνεύματος πρέπει να πάρει από τη ζωή το κρίσιμο αντίβαρό της.
Όταν λοιπόν η ποίηση μπορεί να γίνει κι αυτή τρόμος και πόνος, τί μπορεί να προσφέρει σε ποιητές και αναγνώστες;
Σ’ αυτήν την περίπτωση η ποίηση μπορεί να γίνει ένας δρόμος που οδηγεί σ’ εκείνο το όριο εντός μας ανάμεσα στο ποίημα – τον καρπό- και την ποιητική έμπνευση – τη γενεσιουργό δύναμη- ωθώντας μας να διαπεράσουμε το όριο αυτό όπως περνάει κανείς ανάμεσα σε Συμπληγάδες (συνήθως χάνοντας το ένα του φτερό) ή να συντριβούμε πάνω του καθώς κλείνει με βία, πριν προφτάσουμε το στιγμιαίο ανοιγόκλεισμα.
Τόσο μεγάλο το ρίσκο και τόσο αβέβαιο το αποτέλεσμα, όμως «Το τέλος μας δεν είναι ούτε σκοπός ούτε αποτέλεσμα»8.
Σ’ αυτήν την αγωνιώδη διαδρομή ανάμεσα στις Συμπληγάδες της ποιητικής πράξης, το πρόσωπο του ποιητή διασώζεται χωρίς την αντανάκλασή του σε κάποια ιδανική και γαλήνια επιφάνεια∙ χωρίς το είδωλό του.
Στο «Έως…» του Βύρωνα Λεοντάρη δεν ανιχνεύεται ούτε ένα στιγμιαίο είδωλο που θα μπορούσε να παρασύρει το βλέμμα έστω για λίγο έξω από τον ανελέητο καθρέφτη που στρέφει ο ποιητής πρώτα στον εαυτό του και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη. Ο ποιητής αρνείται να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε πλουμίδι, μεταμφίεση ή πρόσχημα για να εκτρέψει το βλέμμα από την αληθινή πληγή. Γιατί το πρόσωπο που πάσχει, όσο βιώνει εκ βαθέων το πάθημα και την οδύνη που επισύρει, δεν μπορεί να συνταυτιστεί με κανένα είδωλο.
«Δεν ήθελα χρησμούς κι οράματα, ζητούσα
άλλο πια να μην παρασταίνεται το δράμα. Να τελείται.
Να βγούν τα πρόσωπα από τη μορφή τους
να βγούν τα λόγια από τον ήχο τους με σάρκα και οστά
να’ ρθούν να μ’ ανταμώσουν…Και δεν ήρθαν.
Στο ψυχοχάρτι ήταν σβησμένο τ’ όνομά μου
Το φύλλο που έπεσε μπροστά μου… Το σήκωσα και το
ξανάδωσα στο δέντρο

Κι εκείνο δεν το πήρε»9

Ποιά είναι άραγε η απόσταση του ειδώλου από το πρόσωπο χωρίς την οδυνηρή επίγνωση και αποδοχή του ατελούς;
Το είδωλο είναι μια κατασκευασμένη εικόνα του νου, αυτάρεσκη κι εξουσιαστική, χωρίς αντίκρισμα στην αλήθεια του γίγνεσθαι. Το πρόσωπο είναι αυτό που μένει όταν όλες οι κατασκευασμένες εικόνες καταρρέουν. Και χωρίς τις αγαπημένες φαντασίες του νου, αυτό που αντικρίζει κανείς μπορεί να είναι έως και το βλέμμα της Γοργώς. Ο κόσμος μετά από αυτό δεν είναι ποτέ ίδιος. Ούτε και ο Χρόνος (ίσως γι’ αυτό μαρμαρώνουν όσοι αντικρίζουν ένα τέτοιο βλέμμα).
Και η Ποίηση;
Η ποίηση που ξεκινά από την επώδυνη γνώση των ίδιων της των ορίων του αμετουσίωτου και συγχρόνως από την επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στο είδωλο και στο πρόσωπο, δεν σκεπάζει με ανθισμένα κλαριά το βάραθρο που ανοίγει στο νου και στην καρδιά του ποιητή. Δεν γιατρεύει τη διάψευση ή την απώλεια. Κι αυτό το γνωρίζει ο Βύρων Λεοντάρης10. Γι’ αυτό και δεν θαμπώνεται ούτε εξυμνεί τη θαυμαστή της ιεροτελεστία, αλλά ανατέμνει τα μύχια των προθέσεων του ποιητή, αποκαλύπτοντας το παρασκήνιο της οδύνης του. Άλλωστε «όλη η αισθητική της προσωπικής ποίησης δεν είναι παρά στόλισμα και μοιρολόι του αγαπημένου νεκρού – μιας ζωής που αγαπήσαμε και που σκοτώσαμε…»11 Μοιραία η ποίηση που βαπτίζεται στην ανάγκη του ποιητή ν’ αγγίξει την αληθινή πληγή του, «από την ψυχική ευφορία που του χάρισε η κατάσταση έμπνευσης μεταπίπτει σε ποιητικό άλγος»12.
Ο ποιητής πάσχει κι αναζητά τη λύτρωση από το ποιητικό άλγος. Στην κορύφωση της αγωνίας του αναπόφευκτα απευθύνεται στη συνείδησή του και στον Θεό, πασχίζοντας να κατανοήσει την ουσία της αγάπης που μπορεί να τον λυτρώσει χωρίς να του επιβάλλει την απόλυτη δύναμη μιας τέτοιας επιλογής.
«Δεν έχεις το δικαίωμα, φώναζα, το κρίμα το δικό μου
να σηκώνεις
Κι εσύ ανένδοτα σιωπούσες
Γιατί δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη
-ποιός αδικεί ποιός αδικείται
τί μας βαραίνει πιο πολύ
το κρίμα ή η αθωότητα

Η αγάπη δε μας δίνεται, μας παίρνει
κι όσοι αγαπούν αλύπητα αγαπούν
ρημάζουν και ρημάζονται

Κι όλα τα πήρες πάνω σου
το φταίξιμο την ενοχή και την ποινή μου
Δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη

Εντάξει, εσύ αναστήθηκες.
Εγώ όμως με σχεδία το σταυρό μου
θαλασσοδέρνομαι σε μαύρους ουρανούς»13

Επίμονα αναζητούμε τις απαντήσεις εκείνες που θα μας λυτρώσουν, ωστόσο δεν μας δίδονται. Ίσως γιατί όπως λέει ο Paul Valery μέσω του Σωκράτη: «δεν είμαι σε θέση να συνδέσω καθώς θα ταίριαζε μιαν ανάλυση με μιαν έκσταση» ή «Υπάρχει μεγαλύτερο μυστήριο από τη σαφήνεια;»14

(…συνεχίζεται)

1.Βύρων Λεοντάρης «Έως…» Εκδόσεις Νεφέλη
2.ό.π.
3.Η Αγωνία του Αμετουσίωτου / (Βύρων Λεοντάρης – Κείμενα για την Ποίηση, Εκδ. Νεφέλη, 2001)
4.Η Ποίηση της προσωπικής ενοχής (Βύρων Λεοντάρης – Κείμενα για την Ποίηση)
5.ό.π.
6.Βύρων Λεοντάρης «Έως…»
7.ό.π.
8.ό.π.
9.ό.π.
10.«η προσωπική ποίηση υπάρχει και επιβεβαιώνεται σαν έκφραση αισθημάτων οδύνης κι όχι χαράς» Η Ποίηση της προσωπικής ενοχής (Βύρων Λεοντάρης – Κείμενα για την Ποίηση)
11.ο.π.
12.ό.π.
13.Βύρων Λεοντάρης «Έως…»
14.Paul Valery, «Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων», Εκδόσεις Άγρα

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ "ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ", ΤΕΥΧΟΣ 6, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ - ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2012

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ”, ΤΕΥΧΟΣ 6, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ-ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2012

Τ’ Όνειρο της Πεντάμορφης*

Ι.
Ο πυροστρόβιλος του κόσμου λησμονιέται
στην ακίνητη ώρα

στων αηδονιών τ’ ανάλαφρα λιγνά φτερούδια
στις ύστατες μαρμάρινες χειρονομίες αυτών που φεύγουν

γιατί ο θερισμός ήρθε γοργά
αναπάντεχα ήρθε

βρήκε τα μολυβένια πύραυνα της νύχτας
να βουλιάζουν στ’ ανοιχτό μου στέρνο

του έρωτα τις ταυροκεφαλές να λαμπυρίζουν
ολόχρυσες στις σπείρες των ονείρων βαθιά

στον πέτρινό μου ύπνο έσφιγγα ακόμη
στις γροθιές το νήμα της Αριάδνης

για την αγάπη τόχα κάποτε τυλίξει
και τώρα ξετυλιγμένο χάνεται χωρίς την άκρη

μα δεν θυμάμαι πια…

III.

Άφησέ με μέσα σε μια βαθειά καλντέρα να κοιμάμαι
με τ’ ακριβό το χτένι της αγάπης
μέσα στα όνειρά μου που σαν πανιά μαρμαρωμένα
σταθήκανε μετέωρα χωρίς ανέμους

Δεν ταξιδεύει ο ουρανός χωρίς τ’ αστέρια
μόνο οι νύχτες ατσάλινες ντύνουν τις ώρες
στις ρίζες του γκρεμού μονάχα οι νύχτες
σταλάζουν το μαύρο ίζημα του χωρισμού

Μη με ξυπνάς!

Δεν είναι η Άβυσσος που με τρομάζει
είναι οι βουερές ωκεάνειες ορμές στο στέρνο

η αιφνίδια Ορογένεση μες στην καρδιά μου
καθώς τινάζεται με βία τρομερή ν’ ανοίξει δρόμο
το μάγμα του ρευστού μου πόθου να κυλήσει
να πάρει σχήμα και μορφή στα ρόδινα ιδανικά
νερά του Χρόνου

Μη με ξυπνάς!

Δεν θέλω να επιστρέψω στο τριβείο της ζωής
τόσους νεκρούς να συναντώ στην άλικη καμπή
της μέρας

φοβάμαι την επώδυνη Κοσμογονία την Ψυχή μου
που πρέπει να διαβεί τον Άδη
με τη γδαρμένη μου ζωή στους ώμους

φοβάμαι το αίμα
μην τύχει και βαρύνει αιφνίδια και ρουφηχτεί

μέσα σε κάποια σκοτεινή απύθμενη Ρωγμή…

ΙV.

Άσε με να βυθιστώ στον κεχριμπαρένιο μου ύπνο
το φεγγάρι γεμίζει τόσο γρήγορα

στον πορφυρό μου ύπνο να βυθιστώ
στον ασημένιο άνεμο που πνέει μέσα στα μαλλιά μου
σαν μέσα σε πυκνό φοινικόδασος

στον ίσκιο το βαθύ στις πικροδάφνες
με τα σπουργίτια να φτεροκοπούν στα μάγουλά μου

Άσε με στους κήπους τ’ ουρανού να ταξιδέψω
δεν λαχταρώ τον πόθο του Πελάγους
μονάχα αυτήν την ταπεινή γωνιά
της αιώνιας γαλήνης λαχταρώ που ανθίζει

Έζησα στην πιο βαθειά μου ερημιά χωρίς αγάπη
κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πόσο διψούσα
πόσο κρύωνα

πόσο φοβόμουν μες στο σκοτάδι του κόσμου

Άσε με σ’ αυτήν τη μαύρη Πέτρα
να γείρω στο χείλος του γκρεμού

είναι αργά πια έχω χάσει όλες τις ηλικίες της νιότης
χρόνια παγώνω μέσα στ’ άλιωτο χιόνι
στην προσμονή

δεν μπορείς να μου φέρεις πίσω τις δροσερές ελπίδες μου

νυχτώνει

τ’ αστέρια θαρθούν να λύσουν τα παλαμάρια του ύπνου
ελεύθερη θα γλιστρήσω στη σιωπή του απείρου
χωρίς Αρχή και Τέλος

έξω από το Χρόνο
στην απεραντοσύνη του αιώνιου

δεν θα κομματιάζεται η σκέψη μου πια
πάνω στα βράχια της τρέλας

κι η Απουσία δεν θάναι μια θάλασσα μαρμαρωμένη

ο Τρόμος με τις υλακές τις σκοτεινές φωνές του δεν θάναι
παρά αδιόρατοι μινυρισμοί των ξωτικών πριν ξημερώσει

Άσε με να φύγω μες στ’ όνειρό μου

νυχτώνει

κανείς δεν έμεινε σ’ αυτό το ερειπωμένο Κοίλο
οι θεατές πήραν τους ίσκιους τους και φύγαν
τελείωσε η παράσταση από χρόνια

ο κύκλος κλείνει

μείναμε μόνοι εγώ κι εσύ ν’ αναζητούμε
έναν προορισμό χαμένο

Άσε με να φύγω
νυχτώνει…

▬■▬

*Τα τρία αυτά ποιήματα – εμπνευσμένα από “Το Παραμύθι της Πεντάμορφης” του Γιαννούλη Χαλεπά- είναι μέρος μιας ενότητας ποιημάτων που έχουν συμπεριληφθεί στην Ποιητική Σύνθεση με τίτλο “Για Πάντα – Ποίηση σε επτά Πράξεις»”, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2012.