Δύο Ποιήματα στο περιοδικό "Φρέαρ"

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΘΕΥΘ – οι δυο όψεις της γραφής” τεύχος 1, Σεπτέμβριος 2015

Σταθερή παρουσία

(τμήμα)

Μου χτύπησε νωρίς την πόρτα
Άνοιξα ανύποπτη
Είχε το ίδιο ευγενικό χαμόγελο
όπως όταν πρωτοσυναντηθήκαμε
“Δεν είμαι έτοιμη” του είπα
“Έχω τόσες απουσίες να ταξινομήσω
κι ο χρόνος μου ανάπηρος συλλέκτης των στιγμών
τρεκλίζει τριποδίζοντας στη σκέψη μου”
“Θα περιμένω” μου απάντησε
Μπήκε μες στο γραφείο μου
Κάθισε στη σιδερένια πολυθρόνα τη δερμάτινη

Σιωπούσε∙
μα η σιωπή του κύμα αιφνίδιο
όρμησε στις γωνίες του δωματίου
επέπεσε με βιαιότητα πυκνή στα ράφια
στο τραπέζι στα βελούδινα καλύμματα
σηκώνοντας πλήθος σκιές φάσματα των νεκρών μου
που επιστρέφανε

«Θα συνηθίσεις» μού’ πε
«Θα συνηθίσεις να μιλάς με τις σκιές
ν’ ακούς τί αποκρίνονται»

[…]

Χρόνια περάσαν από κείνη την ημέρα
Πράγματι συνήθισα
Οι μέρες μου γέμισαν αληθινή και μάταιη γνώση
χωρίς διάκριση

Πλήθος οι μνήμες στα συρτάρια συνωστίζονταν
σαν να’ ταν όλη η ζωή ένα κυνήγι με τον ίσκιο της

Στο τέλος εξαντλήθηκα από την επιθυμία του περιττού
Ωστόσο πράγματι συνήθισα να ζω σ’ ένα μεταίχμιο
ανάμεσα στο «τώρα» και στο επέκεινα
Συνήθισα στα πνιγηρά δωμάτια των νεκρών
εκείνη την αλλόκοτη ηχώ λυγμού που φιδοσέρνονταν

Συνήθισα μαζί τον πόνο των ανθρώπων
κι όλα τα πράγματα του βίου που καθημερινά με φυλακίζανε
-λίγος ο χώρος που περίσσευε γι’ αγάπη-

Και τώρα δεν ξέρω πια να πω
ποιοι είναι οι άνθρωποι και ποιοι σκιές
Πολλές οι απουσίες που πρέπει να ταξινομήσω στο δωμάτιο∙
φάσματα φευγαλέα του νου αεικίνητα

Μονάχα ο θάνατος∙
επίμονη γαλήνια παρουσία σταθερή
στη σιδερένια πολυθρόνα τη δερμάτινη

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΑ "ΠΟΙΗΤΙΚΑ", ΤΕΥΧΟΣ 18, ΙΟΥΝΙΟΣ 2015

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΑ “ΠΟΙΗΤΙΚΑ”, ΤΕΥΧΟΣ 18, ΙΟΥΝΙΟΣ 2015

Μια συνηθισμένη μέρα

(απόσπασμα)

Αυτό το σιδερένιο χέρι που σκάβει
μες στη μνήμη σου σκηνές του Τρομερού

πρόσωπα σαν φρικτές σκιές κι άλλα
που παγιδεύτηκαν κοιτάζοντας το αβάσταχτο
Κενό

γιατί η αλήθεια αναπάντεχα προβάλλει
την ώρα που ανύποπτος πίνεις τον πρωινό
καφέ μαζεύοντας ξέφτια μιας αυταπάτης
τη γύμνια να καλύψεις της ζωής

Αυτός ο εκσκαφέας μέσα σου
απρόοπτα μια μέρα όπως οι άλλες
με κρότο εκκωφαντικό πέφτει σε βράχο

Χρόνια ξεγελασμένος τη μαλακή πλευρά σου
έσκαβες

σαν δάσος δροσερό γεμάτο τρεχούμενα
νερά φωτοχυσίες δέντρα ψηλά φωνούλες
κελαηδίσματα

Και τώρα το σιδερένιο χέρι αιφνίδια
με βία να σπάει τα πέτρινα έγκατά σου
ν’ ανοίγει μια ρωγμή

[συνεχίζεται]

 

 

 
*Ολόκληρο το ποίημα έχει συμπεριληφθεί στην Ποιητική Συλλογή με τίτλο “Η ηλικία της πέτρας”, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2017.

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΙΣ "ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ", ΤΕΥΧΟΣ 80, ΙΟΥΝΙΟΣ 2015

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΙΣ “ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ”, ΤΕΥΧΟΣ 80, ΙΟΥΝΙΟΣ 2015

Δεν γράφω πια

μνήμη Βύρωνα Λεοντάρη

γιατί η σιωπή τυλίγει την κραυγή μου
στ’ αγκαθωτά κλαριά της
 
Ο άνεμος στις κόγχες της συνείδησης
άσπλαχνα ξεψαρίζει τον ειρμό μου
σαν ψάρι που ακόμη σπαρταρά
 
Κι οι αναμνήσεις εδώ κι εκεί μέσα
στα ρείθρα του καιρού σε μια ακούσια
εκβολή περιδινίζονται
 
Όχι καλέ μου φίλε απόμακρε ανυπόμονε
θεατή του πάθους μου∙   δεν γράφω πια
 
Τα λόγια μου τα ξέχασα∙
μες στη μεγάλη νύχτα άξαφνα ναυάγησαν
 
Απογυμνώθηκα απ’ τις προθέσεις μου
από τους δήθεν ευγενείς σκοπούς
της ποίησης
 
Δεν ταριχεύω πια τα οράματα με λέξεις
 
Μονάχα που και που αγγίζω την πληγή μου
και νιώθω και τη δική σου την πληγή
 
Ένα κενό που μεγαλώνει στις γωνίες
του χρόνου μας
 
Σαν απουσία που διαστέλλεται
μες στις ακρώρειες της ύπαρξης
 
Σαν παρουσία που συστέλλεται
στην άξαφνη έκλειψη του νου
 
Σαν ερμαφρόδιτη έλλαμψη που σταθερά
κανοναρχεί τον κύκλο της ζωής
 
αδιαφορώντας αν έμεινα μισός
να παραδέρνω σ’ ένα αθέατο δίχτυ
θανάτου