Category Archives: ΚΕΙΜΕΝΑ-ΣΧΟΛΙΑ

Κατηγορία Κειμένων – Σχολίων

ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΣΤΟΝ "ΠΟΡΦΥΡΑ", ΤΕΥΧΟΣ 155, ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2015

ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΣΤΟΝ “ΠΟΡΦΥΡΑ”, ΤΕΥΧΟΣ 155, ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2015

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΔΗΛΟ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΘΑΡΣΗΣ

Με ευκαιρία ένα επαγγελματικό ταξίδι στις Κυκλάδες επισκέφθηκα τη Δήλο το 2003, μια ιδιαίτερη στιγμή, όταν φυσούσε ένας άνεμος δημιουργικής έντασης στην Ελλάδα με την προετοιμασία των Ολυμπιακών αγώνων. Ακολούθησε το 2004 η επιτυχημένη διοργάνωση των αγώνων -δυστυχώς με όλο το αφανές παρασκήνιο της επείγουσας ανάθεσης των διαφόρων έργων- την ίδια χρονιά η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου στο ποδόσφαιρο από την Εθνική Ελλάδας και το 2005 η λαμπερή πρωτιά στη Γιουροβίζιον με την Έλενα Παπαρίζου. Πράγματι ήταν μια περίοδος που -επιφανειακά ή όχι- το μέλλον της χώρας μας στο ευρωπαϊκό προσκήνιο έμοιαζε ανοιχτό, λαμπρό κι ανέφελο.
Ωστόσο εκεί στη Δήλο, βαδίζοντας ανάμεσα στους αποσαρθρωμένους φρουρούς του άλλοτε ιερού χώρου, στη λεωφόρο των λεόντων, ένιωσα το καύμα του ήλιου σαν ένα αόρατο θυρεό της Ιστορίας, να λάμπει, να χάνεται να τρεμοσβήνει, να υψώνεται πάλι.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν το νησί-μουσείο. Είχα βρεθεί στη Δήλο μόλις πέντε χρονών. Αδρά ωστόσο ανεξίτηλα γράφτηκε στη μνήμη μου η πρώτη εντύπωση των ερειπίων. Μα τώρα στην Παλαίστρα του Γρανίτη, στην αποξηραμένη λίμνη του Απόλλωνα, η σιωπή ήταν τόσο συμπαγής σαν να είχε αποσυρθεί η ζωή πολλά χρόνια πριν να γίνει ολόκληρο το νησί μια κοιτίδα αποκρυσταλλωμένης Ιστορίας ή αλλιώς ένας αρχαιολογικός χώρος.
Συνέχισα την περιδιάβαση στη συνοικία του θεάτρου. Εκεί, τα ψηφιδωτά των σπιτιών ιστορούσαν εποχές πλούτου. Μια απλόχερη εύνοια είχε δοθεί κάποτε σ’ αυτή τη γωνιά της γης. Η αίσθηση που είχα όμως, ήταν η αίσθηση μιας εύθραυστης ισορροπίας ανάμεσα σε μια μεγάλη ευτυχία και μια εξ ίσου μεγάλη -αν όχι μεγαλύτερη- καταστροφή.
Διαβάζοντας την Ιστορία της Δήλου επαλήθευσα αυτήν την αίσθηση. Το νησί φαίνεται ότι ήταν αρχικά ένας ευνοημένος ιερός τόπος, κέντρο μιας ισχυρής Συμμαχίας -της Αθηναϊκής- και αργότερα έγινε το θύμα αυτής ακριβώς της ιερότητας. Η αιτία είναι πάντα η ίδια: η απληστία των ισχυρών. Ίσως όμως έτσι να γράφεται πάντα η Ιστορία. Αλλά ας έρθουμε στα γεγονότα.
Η Δήλος υπήρξε αρχικά το ιερό κέντρο της Αθηναϊκής Συμμαχίας που ιδρύθηκε το 478/7π.Χ. από ανθρώπους “με αρετή και τόλμη”, τον δίκαιο Αριστείδη και τον τολμηρό Θεμιστοκλή. Η Συμμαχία σχηματίστηκε κάτω από τη διάχυτη απειλή των Περσών, με στόχο ν’ αντιμετωπίσει ακριβώς αυτήν την απειλή. Ορίστηκε λοιπόν οι σύμμαχοι να έχουν τους ίδιους εχθρούς και τους ίδιους φίλους. Δεν προσδιορίστηκε ωστόσο ποιός είναι ο εχθρός.
Για την εδραίωση της συμμαχίας δόθηκε και ο απαραίτητος όρκος σε μια συμβολική τελετή όπου ρίχτηκαν πυρακτωμένοι σιδερένιοι μύδροι στη θάλασσα, “πράξη που συμβόλιζε ότι η συμφωνία θα λυνόταν μόνο όταν ανέβαινε το σίδερο ξανά στην επιφάνεια. Επομένως η διάρκειά της θα ήταν απεριόριστη.”1 Τα πρώτα χρόνια της συμμαχίας ήταν ευχάριστα γιατί όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης “το μεγάλο πλήθος βρήκε τον τρόπο να ζει εύκολα” 2. Ακόμα κι όταν απομακρύνθηκε ο αρχικός κίνδυνος που οδήγησε σ’ εκείνον τον συνασπισμό -οι Πέρσες δηλαδή- η Συμμαχία δεν διαλύθηκε γιατί οι μικροί σύμμαχοι πλήρωναν ένα λογικό φόρο και σ’ αντάλλαγμα είχαν την ικανοποίηση ότι ανήκαν σ’ ένα ισχυρό οργανισμό, που σε κάθε εχθρική επιβουλή θα τους βοηθούσε. Ωστόσο στην πορεία του χρόνου συνέβη αυτό που συμβαίνει όταν ο ισχυρός αποφασίζει για την τύχη των λιγότερο ισχυρών ή των αδύναμων. Η ηγέτιδα δύναμη της Συμμαχίας (η Αθήνα) αντί να προσαρμοστεί στην αλλαγή των συνθηκών που οδήγησαν στη διαμόρφωσή της και ν’ αλλάξει τους όρους ώστε να γίνουν ελαφρότεροι για τους υπόλοιπους συμμάχους (π.χ. να μειώσει τους φόρους) προτίμησε ν’ αυξήσει την ισχύ της αποφασίζοντας να πάρει σκληρά μέτρα σε βάρος τους. Και φυσικά αυτό δημιούργησε κρίση και προκάλεσε αλλεπάλληλες συγκρούσεις.
Για τη Δήλο όμως, η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει νωρίτερα, γύρω στα 540π. Χ. όταν ο τύραννος Πεισίστρατος των Αθηνών είχε διατάξει την πρώτη κάθαρση στο νησί, με την οποία απομακρύνθηκαν όλοι οι τάφοι από το τμήμα του νησιού που ήταν ορατό από το ναό του Απόλλωνα. Έπειτα το 454/3π.Χ. μεταφέρθηκε το ταμείο της Συμμαχίας από το ιερό νησί στην Αθήνα και υποβαθμίστηκε ο ρόλος του (άραγε και η ιερότητά του;). Ήταν ώριμο πια το κλίμα και επί πλέον είχε προηγηθεί ο λοιμός του πελοποννησιακού πολέμου ώστε να παρθεί η καθοριστική απόφαση το χειμώνα του 426/5π.Χ., όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, για την δεύτερη κάθαρση. Τότε ανασκάφτηκαν όλοι οι τάφοι της Δήλου και μεταφέρθηκαν τα λείψανα στο γειτονικό νησί, στη Ρήνεια, σ’ ένα κοινό τάφο, το βόθρο κάθαρσης. Επίσης όρισαν να μεταφέρονται εκεί οι ετοιμοθάνατοι και οι έγκυες γυναίκες. Απαγορεύτηκε δηλαδή στους Δηλίους όχι μόνο να πεθαίνουν στο νησί τους αλλά και να γεννιούνται. Οι κάτοικοι της Δήλου προσέφυγαν στο Δελφικό Μαντείο στην προσπάθειά τους να ματαιώσουν τις σκληρές αποφάσεις των ισχυρών συμμάχων, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Μετά από οκτώ χρόνια, το 2011, επισκέφθηκα πάλι το νησί. Τότε κυριαρχούσαν στα ΜΜΕ οι αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις της Standard & Poor’ s και των άλλων σύγχρονων κέντρων εξουσίας του κόσμου. Οι υποβαθμίσεις ηχούσαν σαν καταδικαστικοί χρησμοί κι όλα έμοιαζαν τόσο μακρινά από εκείνη την ατμόσφαιρα του 2003, εκείνη την αναμονή της γιορτής και του μέλλοντος που έλαμπε ανοιχτό και ανέφελο. Φαντάζομαι πως και οι κάτοικοι της Δήλου, σίγουροι για τις τιμές που απολάμβαναν στο ιερό νησί τους, περίμεναν ένα τέτοιο μέλλον με εμπιστοσύνη. Όταν αντιμετώπισαν πρώτη φορά την απόκριση από το Μαντείο των Δελφών για τη μεταφορά των τάφων των προγόνων τους, ίσως και να μη θορυβήθηκαν ιδιαίτερα. Απολάμβαναν ακόμη την ευμάρεια και κάποια προνόμια από τους συμμάχους τους. Ήρθε όμως ο τελεσίδικος χρησμός και καταδικάστηκαν οριστικά. Μετά την ιερή “κάθαρση” έγιναν σιγά-σιγά ξένοι στη γη τους.
Αυτά για την Ιστορία που δυστυχώς επαναλαμβάνεται σε νέα πλαίσια, διαφορετικές συνθήκες, ωστόσο πάντα με τα ίδια κίνητρα, τα ίδια λάθη και τα ίδια ανθρώπινα πάθη που μένουν αναλλοίωτα στους αιώνες…

  1. “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, Εκδοτική Αθηνών
  2. ο.π.

 

ΟΔΟΙΠΟΡΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ: ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ, "ΠΟΡΦΥΡΑΣ", ΤΕΥΧΟΣ 140, ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2011

ΟΔΟΙΠΟΡΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ: ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ, “ΠΟΡΦΥΡΑΣ”, ΤΕΥΧΟΣ 140, ΙΟΥΛΙΟΣ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2011

ΟΔΟΙΠΟΡΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ: ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ

Πριν έντεκα χρόνια, το 1999, βρέθηκα στο Καστελλόριζο για πρώτη φορά. Τα πρώτα σπίτια που είδα μπαίνοντας στο λιμάνι μου έδωσαν την εντύπωση ενός τόπου που είχε γνωρίσει κάποτε ευτυχισμένες μέρες. Όταν όμως άρχισα να περιδιαβαίνω στο νησί, αντιλήφθηκα ότι τα σπίτια του λιμανιού ήταν σαν ένα σκηνικό – υπέροχο ομολογουμένως – μα πίσω από αυτό το σκηνικό, πλανιόταν ακόμη ο “αέρας” κάποιας πρόσφατης καταστροφής. Η αίσθηση αυτή εντάθηκε δραματικά όταν έφτασα στην περιοχή του Νίφτη και βρέθηκα σ’ ένα άδειο γήπεδο δίπλα στο εκκλησάκι του Αγίου Σάββα, μπροστά από το παραθαλάσσιο κοιμητήρι. Σουρούπωνε και η χερσόνησος με τους νεκρούς στο τελευταίο φως έμοιαζε με σχεδία, έτοιμη ν’ αποπλεύσει. Για ποιά πατρίδα άραγε;
Κοίταξα αντίκρυ εκεί που ήταν κάποτε η Αντίφιλος, το Καλαμάκι, το Λιβίσι. Νύχτωνε και η ηχώ της μέρας έσβηνε πέρα στον ορίζοντα μαζί σβήνανε και τα ονόματα. Την Αντίφιλο οι Τούρκοι την είπανε Κας, το Καλαμάκι έγινε το Καλκάν ή Νταλαμά. Μόνο το Λιβίσι κράτησε το όνομά του κι έμεινε άδειο∙ ένα χωριό “φάντασμα” που οι Τούρκοι φοβούνται να κατοικήσουν γιατί πιστεύουν πως είναι στοιχειωμένο.
Συνεχίζοντας την περιδιάβαση έφτασα στην πλατεία του Σαντραπέ. Μπήκα στην επιβλητική εκκλησία του “Αγίου Γεωργίου του Λουκά”, κι άναψα το κερί μου στο πάτωμα, δίπλα στον τάφο του τελευταίου Πατριάρχη της Πισιδίας. Σιωπή. Οι σκιές των ευκαλύπτων μάκραιναν έξω στην πλατεία. Εκεί και η Μεγάλη Σχολή, δώρημα κι αυτή του ίδιου ευεργέτη, του Λουκά Σαντραπέ, έμενε κλειστή εδώ και χρόνια. Δίπλα η μητρόπολη του νησιού, ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, με τις δώδεκα αράβδωτες, μονολιθικές κολώνες από γρανίτη από τον αρχαίο ερειπωμένο ναό του Απόλλωνα στα Πάταρα της Λυκίας και την περίφημη καμπάνα από τη Ρωσία που χυτεύθηκε το 1600 και λένε πως όταν την χτυπούσαν ακουγόταν αντίκρυ ως την Αντίφιλο. Μια μέρα ξαφνικά ράγισε.
Κάθισα στην ταβέρνα της πλατείας, στη δροσιά, να ξαποστάσω για λίγο. Απέναντί μου δυο ακόμη εκκλησίες -ωστόσο ετούτες μικρές, ταπεινές- της Παναγίας με το χαμομήλι της αυλής και του Αγίου Σπυρίδωνα με τα βοτσαλόστρωτα δώδεκα κυπαρίσσια στο πάτωμα. Λίγο πιο πέρα, κάτω από τους ψηλούς ευκαλύπτους, η προτομή μιας γυναίκας. Είναι η Δέσποινα Αχλαδιώτη, η Κυρά της Ρω, που ύψωνε κάθε πρωί την ελληνική σημαία στη Ρω επί σαράντα χρόνια. Από το 1943 –που εκκενώθηκε το Καστελλόριζο εξ αιτίας των βομβαρδισμών από τους γερμανούς– έως το θάνατό της το 1982. Επί σαράντα χρόνια μια μαρτυρία ταυτότητας στο ακριτικό όριο μιας πατρίδας.
Και τώρα εδώ στη δροσιά των ψηλών δέντρων, στην καρδιά του καλοκαιριού, στην ανεμελιά ενός αβασάνιστου χρόνου πώς είδα μια άλλη σκιά να βαραίνει πάνω στους τοίχους, να γλιστρά φευγαλέα στα πρόσωπα, να ζυγιάζεται στη μνήμη… Κι όταν σηκώθηκα κι άρχισα ν’ ανεβαίνω το πλακόστρωτο δρομάκι για το μοναστήρι του “Αη Γιώργη του βουνιού”, η σκιά αυτή μ’ ακολούθησε ώσπου πρόσεξα τα ίχνη της φωτιάς στη γη, στις πέτρες πού’ στρωναν το καλντερίμι κι είχαν όλες ρηγματωθεί. Όλες. Τί είχε απομείνει τελικά; Τί απομένει μετά από μια ολοκληρωτική καταστροφή; Η ελπίδα; Ίσως…
Γιατί η τελευταία καταστροφή του Καστελλόριζου συντελέσθηκε από εχθρούς και φίλους και ήταν ολοκληρωτική. Ξεκίνησε το 1942 όταν οι σύμμαχοι Άγγλοι καταδρομείς κατέλαβαν το νησί και έδωσαν την αφορμή στους Γερμανούς ν’ αρχίσουν έναν ανελέητο βομβαρδισμό με στούκας και συνεχίστηκε μετά τους βομβαρδισμούς όταν λεηλατήθηκαν όλα τα κτίρια, οι εκκλησιές, τα σπίτια, ακόμη και το νεκροταφείο, αλλά αυτή τη φορά, από τους συμμάχους.
Ο πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας “Ταχυδρόμος” γράφει στην ανταπόκρισή του το 1943: “…Λένε πως πολλές πόλεις καταστραφήκαν, και είναι αλήθεια. Δεν είναι το ίδιο για το Καστελλόριζο. Περνάς στους δρόμους, ανεβαίνεις τα καλντερίμια, διαβαίνεις κάτω από τους θόλους, τις πλατείες, τις “ταράτσες” και δεν βλέπεις τίποτα. Ούτε σκύλο, ούτε γάτα. Τα βήματά μου ακούγονται βαρειά στο λιθόστρωτο, ηχούν μέσα στα κενά σπίτια χωρίς παραθυρόφυλλα, τα σπίτια με τρεις ή δυο τοίχους…Όλα είναι ξεκοιλιασμένα. Οι κασέλες σπασμένες, κουρελιασμένο το προικιό…όλα συντρίμμια… Μια ώρα γύριζα μέσα σ’ αυτό το θάνατο. Όλα, όλα ανεξαιρέτως τα πράγματα που είδα, είναι βασανισμένα. Όλα ξεντεριασμένα, χυμένα, στραβωμένα, μπλεγμένα.”1
Και αργότερα,ο Μιχάλης Χονδρός σε μια σειρά άρθρων του στην εφημερίδα “Η Φωνή του Καστελλόριζου”, συνεχίζει: “Όλες οι εκκλησίες ήσαν λεηλατημένες, δώρα, αφιερώματα, ιερά σκεύη, άμφια, εκκλησιαστικά βιβλία, παγκάρια κλπ χάθηκαν όλα. Οι περισσότερες δεν είχαν ούτε πόρτες και καμιά δεν είχε ούτε ένα τζάμι! Ναι, ούτε τζάμι. Τα είχαν κλέψει κι’ αυτά μεθοδικά ένα – ένα…Δεν άφησαν ούτε ένα ιερό Ευαγγέλιο ή ένα Σταυρό. Θεέ μου τί να πρωτογράψουμε……Το Νεκροταφείο παρουσίαζε κι αυτό μια ανεξήγητη και ανατριχιαστική όψη. Δεν υπήρχε ούτε ένας Σταυρός. Οι τάφοι ήταν σχεδόν χωρίς χώμα, τα κόκαλα των πατέρων μας ήταν διασκορπισμένα εδώ κι εκεί… Στην πόρτα του κοιμητηρίου είχε μια επιγραφή που ενημέρωνε τον επισκέπτη:
“ΑΠΟ ΔΩ ΠΕΡΑΣΑΝ ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ – ΚΑΝΙΒΑΛΟΙ”.2

Έχουν περάσει χρόνια από εκείνο τον ορυμαγδό. Τα σημεία της τελευταίας λεηλασίας δεν είναι απτά όπως τότε. Την Άνοιξη τα χωράφια ανθίζουν, οι πληγές σκεπάζονται, πολλές εκκλησίες έχουν αναστηλωθεί, όπως ο ναός του “Αγίου Γεωργίου του Λουκά” στην πλατεία του Σαντραπέ. Κάποιες άλλες μαρτυρούν ακόμη την καταστροφή, όπως το παλαιό ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου, του “Αποκεφαλιστή”. Η ζωή συνεχίζεται όπως συνεχίζεται πάντα μετά από κάποιο πόλεμο, νικώντας τη φθορά, το θάνατο∙ ωστόσο η μνήμη μένει πίσω σαν το νεκρό που κουβαλάς και δεν ξέρεις πού να αποθέσεις…

Κοίταξα αντίκρυ την Αντίφιλο και πιο πέρα στην αρχαία νεκρόπολη των Μύρων, εκεί που υπάρχουν ακόμη οι αρχαίοι λαξευμένοι τάφοι της Λυκίας, οι “καλλιτεχνικώτατα εξηργασμένοι …κατά την θέαν, κατά την θέσιν και την αρχιτεκτονικήν και γλυπτικήν τέχνην “ ώστε ο ταξιδιώτης να “πείθεται ότι οι αρχαίοι Λύκιοι περί πλείονος εποιούντο τα οικήματα των νεκρών ή τα των ζώντων.”3
Βαθιές οι ρίζες της Ιστορίας αυτού του τόπου, ωστόσο είναι αρκετά ισχυρές να μην σπάσουν μέσα στη δίνη των γεγονότων; Πολλοί από τους Καστελλοριζιούς που διασκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μετά τον πόλεμο, δεν επέστρεψαν. Κάποιοι άλλοι επιστρέφουν μόνο για το καλοκαίρι, γιατί ο χειμώνας είναι σκληρός στο νησί και πρέπει ν’ αντέχει κανείς “όπως αντέχουν οι Αγιορείτες σ’ ένα βράχο”. Ν’ αντέχει την ερήμωση, την εγκατάλειψη, την τραυματισμένη μνήμη, κρατώντας με το φιλότιμο “την Κληρονομιά των πολλών”.4

1 ‘ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΕΓΙΣΤΗΣ (ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟΥ)” – του Ευάγγελου Ν. Βαρδαμίδου (ιατρού) Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια 1948, ανατύπωση Ελληνικά Γράμματα 1996.
2 “ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΣΤΉΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟΥ – Τα Χριστιανικά Μνημεία του Ακρίτα του Ελληνικού Νότου – Πολιτιστική κληρονομιά του Αιγαίου – Ιστορική Έρευνα” του Κυριάκου Μ. Χονδρού, με χορηγό Έκδοσης την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, Αθήνα 2002.
3 “ΠΑΡΑΠΛΟΥΣ ΛΥΚΙΑΣ – Από Μεγίστης (Καστελλόριζου) Εις Λυκίαν” του Αχιλλέως Σπ. Διαμαντάρα, Έκδοσις Συνδέσμου Απανταχού Καστελλοριζιών “Ο Άγιος Κωνσταντίνος” Αθήναι -1988 – Πειραιεύς.
4 Από το λόγο του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού σ’ επίσκεψή του στο Καστελλόριζο, τον Μάιο του 1979.